Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Ο σελιδοδείχτης/ Il segnalibro



Ο σελιδοδείχτης/ Il segnalibro

Ο Μίλτος πήρε στα χέρια του το βιβλίο. Ήταν μια παλιά συλλεκτική έκδοση με παραμύθια, με σκούρα καλαίσθητη δερματόδετη βιβλιοδεσία, κιτρινισμένα ελαφρώς φύλλα και πλούσια εικονογράφηση . Ήταν δώρο από τον φίλο του τον Χρήστο, που τον ξάφνιασε ευχάριστα και τον συγκίνησε.
Δεν του το είπε φυσικά. Αλλά από το μπινελίκι που του έριξε, γιατί ξοδεύτηκε χωρίς λόγο , από την ερώτηση αν τον περνούσε για γυναικωτό ή πιτσιρίκι, και άλλα ευτράπελα , ενώ τα μάτια του έλαμπαν, ο Χρήστος ήξερε πόσο τον ενθουσίασε και η σκέψη και η πράξη. Όπως για πολλούς άντρες της γενιάς τους, τα συναισθήματα ήταν πάντα κωδικοποιημένα.
Σύντομα έγινε το αγαπημένο του βιβλίο. Δεν ήταν το περιεχόμενο που τον γοήτευε , αλλά το βάρος του όταν το κρατούσε, το απαλό και συνάμα σκληρό εξώφυλλο, το τρίξιμο των σελίδων όταν τις γυρνούσε, η ιδιαίτερη μυρωδιά του, η εικονογράφηση μιας εποχής ξεχασμένης και τόσο κοντινής ταυτόχρονα. Τον ηρεμούσε να το ξεφυλλίζει ταχτικά και το πρόσεχε ιδιαίτερα.
Στην αρχή του φαινόταν παράξενο που επιλέχθηκε ένα τόσο σοβαρό και βαρύ εξώφυλλο για να ντύσει παραμύθια, αλλά στην συνέχεια συνειδητοποίησε πως τα περισσότερα από τα παραμύθια που φιλοξενούσε το βιβλίο, μιλούσαν για τον ανεκπλήρωτο έρωτα.. Διάβαζε ένα παραμύθι κάθε εβδομάδα περιμένοντας να βρει σε κάποιο το γνωστό τέλος «και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», αλλά δεν το είχε συναντήσει ακόμα.
Παρατηρώντας πως το δέρμα άρχισε να σπάει , επειδή συχνά άφηνε το βιβλίο ανοιχτό ανάμεσα σε δύο παραμύθια, αποφάσισε να αγοράσει έναν καλό σελιδοδείχτη. Αντισυμβατικός και λάτρης του ωραίου, δεν ήθελε έναν χάρτινο ή πλαστικό σελιδοδείχτη , απ’ αυτούς που κυκλοφορούσαν με το κιλό. Ήθελε κάτι ιδιαίτερο που να ταίριαζε στο ιδιαίτερο ύφος του βιβλίου.
Ρωτώντας διάφορους γνωστούς, κατέληξε σε ένα μικρό παλαιοβιβλιοπωλείο, φιλικό και καλαίσθητο, κρυμμένο θαρρείς σε ένα στενοσόκακο της πόλης. Δυσκολεύτηκε να το βρει, αλλά όταν μπήκε τελικά μέσα , πίστεψε πως άξιζε την ταλαιπωρία. Απαλή instrumental μουσική, ξύλινες βιβλιοθήκες και πάγκοι φορτωμένοι με βιβλία, ετερόκλιτος κόσμος που ξεφύλλιζε βιβλία και συζητούσε χαμηλόφωνα, η ιδιαίτερη μυρωδιά των βιβλίων διάσπαρτη στον αέρα.
Βρήκε εύκολα αυτό που έψαχνε. Στο βάθος του μαγαζιού είχε μια βιβλιοθήκη, που τα ράφια της δεν ήταν φορτωμένα με βιβλία, αλλά με διάφορα άλλα αντικείμενα. Βιβλιοστάτες, αναλόγια, φακοί και σελιδοδείχτες, σε μεγάλη ποικιλία σχεδίων και υλικών, ήταν τοποθετημένοι στα ράφια της. Μπροστά στο ράφι με τους σελιδοδείχτες έστεκε μία γυναίκα με γυρισμένη την πλάτη, απόλυτα αφοσιωμένη στην αναζήτησή της.
Ο Μίλτος κοίταξε τη λεπτή σιλουέτα, τα μακριά μαύρα μαλλιά, τα δάχτυλα που περνούσαν χαϊδεύοντας τους σελιδοδείχτες καθώς τους σήκωνε για να τους δει και την πλησίασε. Λάτρης του ωραίου φύλλου, πάντα είχε τον τρόπο του να πλησιάζει τις γυναίκες που τον ενδιέφεραν, και τις περισσότερες φορές πετύχαινε το στόχο του. Ήταν έτοιμος να της μιλήσει , όταν αυτή απότομα γύρισε .
Τα μάτια της ήταν θλιμμένα , όμως χαμογέλασε αμέσως μόλις την κοίταξε. Το χαμόγελό της , φωτεινό και αυθάδικο, φώτισε το πρόσωπό της και έκανε την αντίθεση με τα μάτια της ακόμα πιο έντονη. Ήταν ντυμένη στα μαύρα και ο κόκκινος σελιδοδείχτης που κρατούσε τρυφερά στα χέρια της, φαινόταν από μακριά σαν φάρος. Την είδε να κοκκινίζει λες και διάβασε την σκέψη του και γύρισε αφήνοντας πίσω στο ράφι τον κόκκινο φάρο.
Βρέθηκε δίπλα της κοιτώντας τους σελιδοδείχτες, που ήταν παρατεταγμένοι στο ράφι. Σελιδοδείχτες από δέρμα, χαρτί, ύφασμα, μέταλλο, ξύλο, σε πολλά χρώματα και σχέδια, περίμεναν να επιλεχθούν ως σημάδια αναφοράς σε βιβλία αγαπημένα, και μ’ αυτή την επιλογή να τονίσουν κάποια σημεία της προσωπικότητας του αναγνώστη.
«Δυσκολεύομαι να διαλέξω. Σπάνια χρησιμοποιώ σελιδοδείχτες. Αλλά το βιβλίο που διαβάζω τώρα είναι ιδιαίτερο και πιστεύω πως του αξίζει «, είπε χωρίς να την κοιτάει , έτσι σαν να μονολογούσε. Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια και τον ρώτησε χωρίς περιστροφές «Τι βιβλίο διαβάζεις;» ενώ τα χέρια της άρχισαν πάλι να τρέχουν πάνω στους σελιδοδείχτες, χαϊδεύοντας τους όπως πριν.
«Ένα βιβλίο με παραμύθια» της απάντησε, περίεργος να δει την αντίδρασή της. Εκείνη του χαμογέλασε ξανά κι αυτή τη φορά το χαμόγελο έφτασε στα μάτια της. «Πάντα τα παραμύθια θέλουν ιδιαίτερη μεταχείριση» του απάντησε «ειδικά αυτά που γράφουμε εμείς». Ήταν έτοιμος να την ρωτήσει τι εννοούσε , όταν χτύπησε το κινητό του. Καθώς άρχισε να μιλάει την είδε να απομακρύνεται διακριτικά. Μέχρι να κλείσει το τηλέφωνο είχε φύγει από το μαγαζί.
Κοίταξε ξανά το ράφι με τους σελιδοδείχτες και πήρε στα χέρια του τον κόκκινο σελιδοδείχτη, που είχε αφήσει η γυναίκα εσπευσμένα πριν. Ήταν απλός, φαρδύς, με το γνωστό κόψιμο στο τέλος κι είχε κάτι σοβαρό και προκλητικό ταυτόχρονα. «Όπως το βιβλίο με τα παραμύθια» σκέφτηκε και μειδιώντας περιπαιχτικά με τον συνειρμό τον πήγε στο ταμείο.
Είχαν περάσει έξι εβδομάδες από την μέρα που πήρε τον σελιδοδείχτη και αυτό το Σαββατιάτικο πρωινό διάβαζε το τελευταίο παραμύθι. Συχνά έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται την γυναίκα του βιβλιοπωλείου και να δανείζει το πρόσωπό της στις ηρωίδες των παραμυθιών. Φτάνοντας στο τέλος του παραμυθιού, έστρωσε μηχανικά τον σελιδοδείχτη μπροστά στην λευκή σελίδα, όταν πρόσεξε ότι ακολουθούσαν κι άλλες σελίδες, λευκές κι αυτές.
«Έχει αρκετές σελίδες για το δικό μου παραμύθι» μονολόγησε και σηκώθηκε απότομα. Ντύθηκε βιαστικά και πήγε στο μικρό βιβλιοπωλείο, ακολουθώντας την παρόρμηση της στιγμής, μην ξέροντας και ο ίδιος τι ακριβώς έψαχνε. Κοίταζε γύρω του ερευνητικά μέχρι που εντόπισε το τμήμα με τα παραμύθια. Στον ξύλινο πάγκο μπροστά από την βιβλιοθήκη είδε αυτό που τον οδήγησε ως εκεί.
Ανάμεσα σε άλλα βιβλία εντόπισε κατευθείαν το μικρό κόκκινο βιβλιαράκι. Στο εξώφυλλό του είχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία σε πλαίσιο, που έδειχνε την γυναίκα που είχε συναντήσει να διαβάζει μπροστά σ’ ένα παράθυρο. Ο Μίλτος το πήρε βιαστικά στα χέρια του κι άρχισε να το ξεφυλλίζει.
«Το δικό μου παραμύθι ξεκίνησε σ’ ένα βιβλιοπωλείο, όταν έψαχνα βρω έναν σελιδοδείχτη για το αγαπημένο μου βιβλίο. Εκεί τον είδα για πρώτη φορά.» διάβασε στις πρώτες γραμμές. Με την καρδιά να χτυπάει δυνατά το έκλεισε και το ξανάνοιξε αμέσως μετά για να διαβάσει το τέλος. Όταν είδε την φράση ««και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» χαμογέλασε και το χαμόγελο μεγάλωσε μόλις είδε τον ζωγραφισμένο κόκκινο σελιδοδείχτη με τα περίεργα σχέδια.
Φέρνοντας τη σελίδα πιο κοντά στα μάτια του, κατάλαβε πως δεν ήταν σχέδια, αλλά αριθμοί, δέκα συνεχόμενοι αριθμοί. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και κάλεσε το νούμερο. Μόλις άκουσε την φωνή της , της είπε «Έχω τον σελιδοδείχτη σου. Κι άρχισα να γράφω το δικό μου παραμύθι».
https://Kinimatografosteatro.blogspot.com/ -  Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
 ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σ - Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) / Nibbly-Quibbly la capra, Ucraina (fiaba) / Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (Λαϊκό παραμύθι)

  Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) - Nibbly-Quibbly The Goat, Ucraina (fiaba) - Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (παραμύθ...