Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Του Άντερσεν - H.C. Andersen. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Του Άντερσεν - H.C. Andersen. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Το ασχημόπαπο (του H.C. Andersen) / The ugly Duckling (by H.C. Andersen) / Il brutto anatroccolo (di H.C. Andersen)

 

 

 

Το ασχημόπαπο (του H.C. Andersen)

Η εξοχή ήταν υπέροχη το καλοκαίρι. Στο κάμπο είχε μαζευτεί το άχυρο και είχε τοποθετηθεί σε μεγάλους σωρούς. Από ψηλά έκοβε βόλτες ο πελαργός με τα κόκκινα πόδια και τιτίβιζε στα αιγυπτιακά, μια γλώσσα που είχε μάθει από την μητέρα του.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Ο αναπτήρας (του H.C. Andersen) - The Lighter (by H.C. Andersen)


Ο αναπτήρας (του H.C. Andersen)

Μια φορά ήταν ένας στρατιώτης ο οποίος προχωρούσε σε έναν επαρχιακό δόμο δίνοντας ρυθμό στον εαυτό του: «εν δυο, εν δυο». Ο στρατιώτης είχε μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο και πήγαινε στο σπίτι του.

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Το ασχημόπαπο (του H.C. Andersen) - The ugly Duckling (by H.C. Andersen)

 

 

Το ασχημόπαπο (του H.C. Andersen)

Η εξοχή ήταν υπέροχη το καλοκαίρι. Στο κάμπο είχε μαζευτεί το άχυρο και είχε τοποθετηθεί σε μεγάλους σωρούς. Από ψηλά έκοβε βόλτες ο πελαργός με τα κόκκινα πόδια και τιτίβιζε στα αιγυπτιακά, μια γλώσσα που είχε μάθει από την μητέρα του.

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

Ο Τοσοδούλης (των αδελφών Grimm) [κείμενο & βίντεο]






Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός χωρικός. Τα βράδια φρόντιζε την φωτιά στο σπίτι και δίπλα του καθόταν η γυναίκα του που έπλεκε.



  Μια μέρα λέει στη σύντροφό του «Πόσο μονότονα που είναι αφού δεν έχουμε παιδιά! Έχουμε τόση ησυχία στο σπίτι μας ενώ τα άλλα σπίτια έχουν φασαρία και χαρά!»





  «Ναι» απάντησε αναστενάζοντας η γυναίκα «ας είχαμε ένα μόνο παιδάκι και ας ήταν τόσο δα μικρό» είπε δείχνοντας τον αντίχειρά της, «εγώ θα ήμουν ευχαριστημένη και θα το αγαπούσαμε με όλη μας την καρδιά!»



  Τότε η γυναίκα αρρώστησε και μετά από επτά μήνες γέννησε ένα παιδάκι το οποίο ήταν μεν αρτιμελής αλλά δεν ξεπερνούσε σε μέγεθος έναν αντίχειρα. Το ζευγάρι είπε τότε πως εκπληρώθηκε η ευχή του, και φρόντιζε με αγάπη το μικρό αγοράκι και το ονόμασαν Τοσοδούλη.



  Οι γονείς δεν του στέρησαν ποτέ φαγητό αλλά το παιδί δεν μεγάλωσε και έμεινε μικρό όπως ήταν την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε. Ωστόσο αντιλαμβανόταν τα πάντα και ήταν πολύ έξυπνο και εργατικό. Μια μέρα ο αγρότης ετοιμάστηκε να πάει στο δάσος για να κόψει ξύλα και μονολογούσε «Τι καλά που θα ήτανε αν είχα κάποιον μου φέρει την άμαξα όταν τελειώσω με το κόψιμο των ξύλων!» «Μα πατέρα εγώ είμαι εδώ,» φώναξε ο Τοσοδούλης «μείνε ήσυχος ότι θα σου φέρω την άμαξα ότι ώρα την χρειαστείς.»



  Ο πατέρας γέλασε και είπε: «Πως θέλεις να το κάνεις αυτό αφού είσαι πολύ μικρός για μια τόσο δύσκολη δουλειά;» «Δεν πειράζει πατέρα μόνο θα βάλω την μητέρα να ετοιμάσει την άμαξα και εγώ θα μπω στο αυτί του αλόγου και θα του δίνω διαταγές προς τα που θα πρέπει να πηγαίνει!» «Λοιπόν» απάντησε ο αγρότης «για μία φορά μπορούμε να το δοκιμάσουμε!» Όταν ήρθε η ώρα η μητέρα έζεψε την άμαξα και έβαλε τον Τοσοδούλη στο αυτί του αλόγου.



  Ο μικρός άρχισε τότε να δίνει εντολές, «χιου και χο! Χοτ και χαρ!» Το άλογο υπάκουε και ακολουθούσε τις εντολές σαν να το οδηγούσε ο αφέντης του και πήγαινε στο σωστό δρόμο για το δάσος.



  Την ώρα όμως που έστριβε σε ένα δρόμο και φώναζε «χαρ, χαρ!» περνούσαν δύο ξένοι και απόρησαν με το θέαμα. «Αμάν τι γίνεται» αναρωτήθηκε ο ένας «μία άμαξα προχωράει στο δρόμο, με έναν αμαξά ο οποίος δίνει εντολές στα άλογα αλλά παρόλα αυτά δεν φαίνεται πουθενά.»



  «Κάτι δεν πάει καλά εδώ» απάντησε ο άλλος «ας ακολουθήσουμε την άμαξα για να δούμε που θα σταματήσει!»



  Η άμαξα όμως μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος και έφτασε σωστά στο μέρος στο οποίο είχαν κοπεί τα ξύλα.



  Όταν ο Τοσοδούλης είδε τον πατέρα του φώναξε: «είδες πατέρα έφτασα με την άμαξα, τώρα κατέβασε με.» Ο πατέρας έπιασε το άλογο με το αριστερό χέρι και έβγαλε τον Τοσοδούλη με το δεξί χέρι από το αυτί του αλόγου.



  Όταν οι δύο ξένοι είδαν τον μικρούλη τα έχασαν και δεν ήξεραν τι να πουν. Τότε πιάνει ο ένας το χέρι του άλλου και του λέει συνωμοτικά: «Άκου, ο μικρούλης μπορεί να είναι η τύχη μας, θα τον πάρουμε μαζί μας στη μεγάλη πόλη και θα τον δείχνουμε στα πανηγύρια. Πάμε να τον αγοράσουμε!»  



  Πήγαν και είπαν στον αγρότη: «Πούλησε μας τον μικρό άνθρωπο και θα τα περάσει καλά μαζί μας.» «Όχι» απάντησε ο πατέρας «είναι η η ίδια μου η ψυχή και δεν το δίνω για όλο το χρυσάφι του κόσμου.» Ο Τοσοδούλης όμως ο οποίος άκουσε το παζάρι πιάστηκε από την πιέτα του παντελονιού του πατέρα και σκαρφάλωσε στον ώμο του. Τότε του ψιθύρισε στο αυτί: «Πατέρα δώσε με και εγώ θα επιστρέψω πάλι!»



      Τότε ο πατέρας τον έδωσε στους άνδρες παίρνοντας μια καλή ανταμοιβή. «Που θέλεις να καθίσεις;» τον ρώτησαν οι ξένοι. «Βάλτε με στην άκρη του καπέλου σας τότε θα μπορέσω να ανεβοκατεβαίνω και να παρατηρώ το τοπίο χωρίς να πέσω κάτω.»



  Οι ξένοι του έκαναν το χατίρι και αφού ο Τοσοδούλης αποχαιρέτησε τον πατέρα του ξεκινήσανε. Έτσι περπάτησαν μέχρι το σούρουπο οπότε ο μικρός τους είπε « κατεβάστε με κάτω είναι ανάγκη.» «Μείνε επάνω» του είπε ο άνδρας στο κεφάλι του οποίου καθόταν» δεν με ενοχλεί άλλωστε συμβαίνει συχνά τα πουλιά να αφήνουν να πέσει κάτι στο κεφάλι μου.» «Όχι» απάντησε ο Τοσοδούλης «δεν είναι σωστό: κατεβάστε με κάτω γρήγορα.»



  Ο άνδρας πήρε το καπέλο του και το κατέβασε σε ένα χωράφι που βρισκόταν παραδίπλα στο δρόμο. Στην αρχή ο Τοσοδούλης έτρεξε ανάμεσα σε κάποιες φλούδες πέρα δώθε, μετά πετάχτηκε και μπήκε μέσα σε μία ποντικότρυπα που είχε προηγουμένως εντοπίσει. «Καλό σας βράδυ κύριοι, επιστρέψτε σπίτι σας χωρίς εμένα» είπε τότε ο μικρός και άρχισε να γελάει κοροϊδευτικά.



  Οι άνδρες ήρθαν και έβαζαν μακριά ξύλα μέσα στην ποντικότρυπα, αλλά ήταν μάταιος κόπος: ο Τοσοδούλης τρύπωνε ολοένα και βαθύτερα μέσα στην τρύπα και καθώς μετά από λίγο νύχτωσε εντελώς οι δύο ξεκίνησαν τσαντισμένοι και απογοητευμένοι για το σπίτι τους.



  Όταν ο Τοσοδούλης κατάλαβε ότι είχαν φύγει, βγήκε πάλι από την υπόγεια κρυψώνα του. «Τα πράγματα στο χωράφι μπορούν γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνα το βράδυ» είπε «πόσο εύκολα μπορεί κανείς σπάσει τον λαιμό του ή το πόδι του». Ευτυχώς έπεσε πάνω σε ένα άδειο καβούκι σαλιγκαριού. «Δόξα τον Θεό εδώ θα μπορέσω να περάσω την νύχτα με ασφάλεια» είπε και μπήκε μέσα. Δεν πέρασε πολύ ώρα, ίσα ίσα που είχε αποκοιμηθεί όταν άκουσε δύο άνδρες να περνάνε από πλάι του.



  Ο ένας έλεγε στο άλλο: «Πρέπει να σκεφτούμε κάτι για να πάρουμε τα λεφτά και το ασήμι από τον πλούσιο παπά!» «Θα σου πω εγώ τι να κάνεις!» φώναξε απρόσκλητα ο Τοσοδούλης.



 «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε τρομαγμένος ο ένας ληστής «ακούω κάποιον να μιλάει!»



  Στάθηκαν και οι δύο για να ακούσουν και ο Τοσοδούλης τους φώναξε πάλι: «πάρτε με μαζί σας και θα σας βοηθήσω.



  Δείτε προς τη γη και ψάξτε από κει που ακούγεται η φωνή μου».



  Τελικά οι ληστές βρήκαν τον μικρό και τον σήκωσαν ψηλά.



  «Πως θα μπορέσεις να μας βοηθήσεις αλητάκο;» τον ρώτησαν.



  «Είναι πανεύκολο, θα περάσω μέσα από τα κάγκελα στο δωμάτιο του παπά και θα σας δώσω ότι θέλετε.» «Προχώρα να σε δούμε» του απάντησαν.



  Όταν έφτασαν στο σπίτι του παπά, ο Τοσοδούλης τρύπωσε στην κάμαρα και άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Τα θέλετε όλα όσα υπάρχουν εδώ μέσα;»



  Οι ληστές τρόμαξαν και του λένε «Πιο σιγά, μίλα πιο σιγά θα ξυπνήσουμε τον παπά.» Αλλά ο Τοσοδούλης έκανε ότι δεν κατάλαβε και φώναζε «Τι θέλετε να σας φέρω; Τα θέλετε όλα όσα υπάρχουν εδώ μέσα;»



  Έτσι η μαγείρισσα που κοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο, σηκώθηκε για να δει τι συμβαίνει. Οι ληστές φοβήθηκαν και έτσι απομακρύνθηκαν λίγο.



  Τελικά ξαναβρήκαν το θάρρος τους και σκέφτηκαν ότι ο μικρός θέλει να τους ξεγελάσει. Επέστρεψαν και του είπαν ψιθυριστά: «Σοβαρέψου επιτέλους και άρχισε να μας φέρνεις πράγματα» Τότε ο Τοσοδούλης φώναξε για ακόμη μία φορά με όλη του τη δύναμη: «θέλω να σας δώσω τα πάντα, για περάστε τα χέρια σας μέσα.»



  Η μαγείρισσα η οποία είχε στήσει αυτί τον άκουσε, πετάχτηκε από το κρεβάτι και μπήκε παραπατώντας στη κάμαρα.



  Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια και έτρεχαν σαν να τους κυνηγούσε κάποιο άγριο τέρας.



  Η μαγείρισσα όμως δεν μπόρεσε να δει τίποτε το ασυνήθιστο και πήγε να ανάψει ένα κερί για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι κανείς. Μόλις επέστρεψε έφυγε και ο Τοσοδούλης χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Η κοπέλα αφού έψαξε σε κάθε γωνία της κάμαρης αποφάσισε να ξανα-ξαπλώσει και σκέφτηκε ότι απλώς θα είχε ονειρευτεί με ανοιχτά μάτια.  



  Ο Τοσοδούλης κατέβηκε σκαρφαλώνοντας μέχρι τα χόρτα και αφού βρήκε ένα αναπαυτικό μέρος σε ένα δεμάτι σανό ετοιμάστηκε να κοιμηθεί. Σκόπευε να περάσει την νύχτα του εκεί και όταν θα ξημέρωνε θα επέστρεφε στο σπίτι του και στους γονείς του. Αλλιώς όμως τα σχεδίαζε και αλλιώς ήρθαν τα πράγματα. Μόλις άρχισε να ξημερώνει η παραδουλεύτρα σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ταΐσει τα ζώα. Πήγε αμέσως στον στάβλο και άρπαξε ένα δεμάτι σανό και ήταν ακριβώς το δεμάτι στο οποίο κοιμόταν ο Τοσοδούλης. Ο Τοσοδούλης κοιμόταν τόσο βαθιά και δεν ξύπνησε παρά όταν βρέθηκε μέσα στο στόμα της αγελάδας στην οποία είχαν ταΐσει το σανό. «Θεέ μου» αναφώνησε «πως βρέθηκα μέσα στο στιλβωτήριο;», σύντομα όμως κατάλαβε που βρισκόταν. Τότε προσπάθησε με να αποφύγει τα δόντια της αγελάδας τα οποία θα τον κομμάτιαζαν και τελικά γλίστρησε μαζί με τον σανό στο στομάχι της αγελάδας.



«Σε αυτό το καμαράκι ξέχασαν να βάλουν παράθυρα και δεν περνάει ο ήλιος» συμπέρανε, «ούτε καν ένα κεράκι δεν μου φέρανε.»



 Γενικά δεν του άρεσε καθόλου το μέρος και το χειρότερο ήταν ότι όλο και περισσότερος σανός έμπαινε από την πόρτα και ο χώρος γινόταν ολοένα και στενότερος.



 Τότε πανικόβλητος άρχισε να φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις: «Δεν θέλω άλλη τροφή, δεν θέλω άλλη τροφή!»



  Η κοπέλα εκείνη τη στιγμή άρμεγε την αγελάδα και όταν άκουσε τον Τοσοδούλη χωρίς να τον βλέπει, θυμήθηκε ότι ήταν η φωνή που είχε ακούσει και την προηγούμενη νύχτα. Τόσο πολύ φοβήθηκε που γλίστρησε από το καρεκλάκι της και έχυσε το γάλα.



 Έτρεξε τότε στο σπίτι φωνάζοντας: «Πάτερ η αγελάδα μιλάει, ω Θεέ μου η αγελάδα μιλάει!» «Τρελάθηκες;» απάντησε ο παπάς αλλά πήγε και ο ίδιος στον στάβλο για να δει το συμβαίνει. Πριν καλά - καλά φτάσει ο παπάς, ο Τοσοδούλης φώναξε ξανά: «Δεν θέλω άλλη τροφή, δεν θέλω άλλη τροφή!»



 Ο παπάς πίστεψε ότι κάποιος κακός δαίμονας είχε καταλάβει την αγελάδα και ζήτησε να την σφάξουν. Αφού τεμάχισαν το ζώο πέταξαν το στομάχι του μαζί με τον Τοσοδούλη στα σκουπίδια. Ο Τοσοδούλης δυσκολεύτηκε πολύ για να βγει από το πεταμένο στομάχι όταν όμως πλησίαζε να βγάλει το κεφάλι του μια νέα συμφορά τον βρήκε. Ένας πεινασμένος λύκος έφτασε γρήγορα και κατάπιε όλο το στομάχι κάνοντας το μία χαψιά.



  Ο Τοσοδούλης δεν έχασε το θάρρος του και σκέφτηκε ότι ο λύκος μπορεί να είναι συζητήσιμος. Έτσι άρχισε να φωνάζει «κύριε λύκε, ξέρω να σας οδηγήσω σε ένα μέρος όπου υπάρχει εξαίσιο φαγητό!» «Που μπορώ να το βρω;» ρώτησε ο λύκος. «Λοιπόν άκουσε με υπάρχει ένα σπίτι που θα να μπεις μέσα από την πόρτα της γάτας και εκεί θα βρεις άφθονα γλυκά, λαρδί και λουκάνικα» και του περιέγραψε πως να πάει στο σπίτι του πατέρα του. Ο λύκος άλλο που δεν ήθελε και το βράδυ στριμώχτηκε και μπήκε στο σπίτι. Καθώς έφτασε στην αποθήκη έφαγε όσο τραβούσε η καρδιά του.



  Όταν όμως χόρτασε και θέλησε να φύγει, είχε γίνει τόσο χοντρός που δεν μπορούσε να βγει από τον ίδιο δρόμο. Αυτό το είχε υπολογίσει ο Τοσοδούλης και άρχισε μέσα από το σώμα του λύκου να φωνάζει και να ουρλιάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Σταμάτα να φωνάζεις» είπε ο λύκος «θα ξυπνήσεις τους ανθρώπους!» «Ε και;» απάντησε ο μικρός «εσύ έφαγες του σκασμού, τώρα θέλω να καλοπεράσω και εγώ» και άρχισε πάλι να φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις.



  Επιτέλους ξύπνησαν οι γονείς του Τοσοδούλη και τρέξανε στην αποθήκη όπου είδαν από την κλειδαρότρυπα τι συμβαίνει.



Όταν είδαν ότι υπήρχε ένα λύκος έφυγαν και ο πατέρας έφερε ένα τσεκούρι ενώ η μητέρα ένα δρεπάνι. «Μείνε πίσω μου» είπε ο πατέρας όταν μπήκαν στην αποθήκη «αν δεν σκοτωθεί μετά το χτύπημα που θα του δώσω θα πρέπει να τον χτυπήσεις και εσύ για να τον κόψεις στα δύο.»



Ο Τοσοδούλης που είχε ακούσει την φωνή του πατέρα του φώναξε: «πατέρα, είμαι εδώ μέσα στο σώμα του λύκου.»



Ο πατέρας γεμάτος χαρά είπε «δόξα τον Θεό, το παιδάκι μας, μας ξαναβρήκε» και είπε στη γυναίκα του να αφήσει το δρεπάνι για να μη χτυπήσει τον Τοσοδούλη.



  Μετά χτύπησε τον λύκο στο κεφάλι με το τσεκούρι και τον σκότωσε με την μία. Η μητέρα έκοψε το σώμα του λύκου με ένα μαχαίρι και έβγαλε τον μικρό.



«Πόσο πολύ ανησυχήσαμε για σένα!» είπε ο πατέρας.



«Ναι , πατέρα περιπλανήθηκα πολύ στον κόσμο και δόξα τον Θεό μπορώ πάλι να αναπνέω καθαρό αέρα. »



«Που πήγες και που βρέθηκες;»



«Ήμουν σε μία ποντικότρυπα, στην κοιλιά μιας αγελάδας και στο στομάχι ενός λύκου: τώρα όμως θα μείνω μαζί σας!»



«Και εμείς δεν θα σε ξαναπουλήσουμε για όλους τους θησαυρούς του κόσμου!» είπαν οι γονείς που αγκάλιασαν και φίλησαν τον Τοσοδούλη.



Του έδωσαν να φάει και να πιει και έβαλαν να του φτιάξουν καινούρια ρούχα γιατί τα παλιά είχαν καταστραφεί στο ταξίδι. Αναρτήθηκε από παραμυθάς στις 1:23 μ.μ.








https://Kinimatografosteatro.blogspot.com/- Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.


το βίντεο ευρίσκεται εις το ακόλουθο ενεργό λίγκ :





 

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Το ασχημόπαπο (του H.C. Andersen) [κείμενο και βίντεο]




Η εξοχή ήταν υπέροχη το καλοκαίρι. Στο κάμπο είχε μαζευτεί το άχυρο και είχε τοποθετηθεί σε μεγάλους σωρούς. Από ψηλά έκοβε βόλτες ο πελαργός με τα κόκκινα πόδια και τιτίβιζε στα αιγυπτιακά, μια γλώσσα που είχε μάθει από την μητέρα του.

Γύρω από το κάμπο και τα χωράφια υπήρχαν απέραντα δάση και στη μέση του κάμπου υπήρχαν βαθιές λίμνες. Πραγματικά η εξοχή ήταν υπέροχη! Κάτω από τον ζεστό ήλιο ξεπρόβαλε επιβλητικός ένας πύργος ιπποτών που περιβαλλόταν από τάφρους με μεγάλο βάθος. Από τα τείχη του πύργου και μέχρι το νερό των τάφρων υπήρχαν αναρριχώμενα φυτά, τόσο ψηλά που από κάτω τους χωρούσαν να σταθούν όρθια μικρά παιδιά. Η βλάστηση ήταν τόσο έντονη σε κείνο το σημείο όση και στο πιο πυκνό δάσος. Εδώ λοιπόν είχε κάνει την φωλιά της μία πάπια και κλωσούσε τα αυγά για να βγουν τα μικρά της. Η πάπια είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της, καθώς είχε περάσει πολύς καιρός που κλωσούσε και σπάνια δεχόταν επισκέψεις.
Επιτέλους έσπαζαν τα αυγά, το ένα μετά το άλλο. «Πι, πι!» έλεγαν τα πουλάκια, όλοι οι κρόκοι είχαν ζωντανέψει και από τα αυγά προεξείχαν κεφαλάκια.
«Ραπ, ραπ, γρήγορα, γρήγορα!» φώναξε η πάπια και τα παπάκια σκουντουφλούσαν και έβαζαν όλες τους τις δυνάμεις να τρέξουν. Όλα τους φαινόταν τόσο περίεργα που κοιτούσαν γύρω-γύρω προς όλες τις κατευθύνσεις.
«Πόσο μεγάλος που είναι ο κόσμος» έλεγαν τα μικρά, καθώς τώρα είχαν πολύ περισσότερο χώρο να κινηθούν από ότι μέσα στο αυγό.
«Ακόμα δεν βγήκες από το αβγό σου και νομίζεις ότι είδες ολόκληρο τον κόσμο!» είπε περιπαικτικά η μητέρα. «Ο κόσμος πάει πιο πέρα και από την άλλη πλευρά του κήπου και μέχρι το κτήμα του παπά, ωστόσο εκεί δεν έχω πάει ούτε και εγώ!» Για να προσθέσει καμαρώνοντας: «Τι όμορφα που είσαστε όλα μαζί!». Τότε σηκώθηκε και έκπληκτη αναφώνησε: «Όχι δεν τα έχω όλα τα παπιά μου! Το μεγαλύτερο αυγό είναι ακόμη στη φωλιά. Πόσο άραγε θα χρειαστεί ακόμη; Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι!» είπε και κάθισε πάλι

.

«Λοιπόν τι κάνεις;» ρώτησε μια γριά πάπια που ήρθε για επίσκεψη.
«Ένα από τα αυγά έχει καθυστερήσει» είπε η πάπια, η οποία συνέχισε να κλωσάει. «Ούτε που φάνηκε η παραμικρή τρυπούλα σε αυτό το αυγό. Αλλά έλα να δεις τα άλλα τα παπιά. Είναι τα ομορφότερα παπάκια τα οποία έχω δει ποτέ!»
«Για να δω το αβγό που δεν λέει να ανοίξει» είπε η γριά «Να δεις που είναι αβγό γαλοπούλας. Έτσι με κορόιδεψαν και μένα κάποια φορά και είδα και έπαθα με τα μικρά. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο φοβόταν το νερό. Στην αρχή δεν μπορούσα να τα χορτάσω όσο και να μάζευα, όσο και αν τάιζα, όσο και να μάλωνα όσο και να βοηθούσα. – Άσε να δω το αβγό! Ναι είναι αυγό γαλοπούλας! Παράτησε το και μάθε τα άλλα τα παιδιά σου να κολυμπάνε!» «Θα μείνω να κλωσίσω ακόμη λίγο!» απάντησε η πάπια. «Τόσο καιρό κάθησα στο αβγό, δεν πειράζει αν καθίσω λγάκι ακόμη!»
«Καθένας με τα γούστα του!» είπε η γριά πάπια και αποχαιρέτισε.
Επιτέλους άνοιξε και το μεγάλο αβγό και εμφανίστηκε το μικρό από μέσα. «Πι, πι!» είπε το μικρό και βγήκε από το τσόφλι. Ήταν πολύ μεγάλο και εμφανέστατα άσχημο. «Υπερβολικά μεγάλο παπάκι» σκέφτηκε η μαμά πάπια «Κανένα από τα άλλα παπιά δεν μοιάζει με αυτό. Μήπως είναι πραγματικά μία μικρή γαλοπούλα; Σύντομα θα το μάθω. Θα πρέπει να πέσει στο νερό και αν δεν θέλει ακόμη, θα το ρίξω εγώ η ίδια μέσα!»
Ο καιρός την επόμενη μέρα ήταν υπέροχος! Ο ήλιος έκαιγε πάνω στα πράσινα φυτά. Η μαμά πάπια εμφανίστηκε με όλη την οικογένεια της στα κανάλια.
«Πλατς!» πήδηξε μέσα στο νερό. «Ραπ, ραπ!» φώναξαν τα παπάκια καθώς το ένα μετά το άλλο έπεφταν και αυτά πίσω της. Αν και αρχικά έπεσαν με το κεφάλι μέσα στο νερό, αμέσως ξεπρόβαλλαν στην επιφάνεια και άρχισαν να κολυμπάνε περήφανα. Τα πόδια τους άρχισαν να κολυμπάνε από μόνα τους και όλα φαινόταν να βρίσκονται στο στοιχείο τους. Ακόμη και ο άσχημος, γκρίζος νεοσσός κολυμπούσε μαζί τους.
«Όχι δεν είναι γαλόπουλο!» είπε τότε. «Πόσο όμορφα χρησιμοποιεί τα πόδια του και πόσο ίσια κρατάει το σώμα του. Ραπ, ραπ θα σα παρουσιάσω στην αυλή με τις πάπιες. Μόνο προσέξτε να μείνετε κοντά μου μη σας πατήσει κανείς και προσέχτε την γάτα!»
Έτσι μπήκαν στην αυλή με τις πάπιες όπου επικρατούσε μεγάλη φασαρία. Δύο οικογένειες τσακωνόταν για ένα κεφάλι χελιού αλλά τελικά το πήρε η γάτα.
«Βλέπετε έτσι είναι ο κόσμος» είπε η μαμά πάπια και έκανε πως αρπάζει κάτι στον αέρα με το ράμφος, καθώς ήθελε και αυτή να πιάσει το κεφάλι του χελιού. «Να χρησιμοποιείτε τα πόδια σας, κοιτάξτε να κάνετε γρήγορα και σκύψετε μπροστά στη γριά πάπια που είναι εκεί. Είναι η πιο αξιοσέβαστη από όλες. Στις φλέβες τις ρέει ισπανικό αίμα. Όπως βλέπετε φοράει ένα κόκκινο πανί γύρω από το πόδι της. Αυτό είναι κάτι το πραγματικά όμορφο και η μεγαλύτερη αναγνώριση την οποία μπορεί να λάβει μία πάπια. Το κάθε καλοαναθρεμμένο παπάκι ανοίγει τα πόδια του μακριά το ένα από το άλλο, ακριβώς όπως ο πατέρας και η μητέρα! Βλέπετε έτσι! Σκύψτε τώρα τον σβέρκο σας και πείτε: «Ραπ!»
Αυτό ακριβώς και έκαναν τα παπάκια, οι άλλες πάπιες τις παρατηρούσαν και έλεγαν: «Για κοιτάξτε! Τώρα μας ήρθε και το συγγενολόι, σαν να μην ήμασταν ήδη αρκετοί! Πουφ, πως είναι έτσι το ένα παπί! Αυτό δεν θα το ανεχτούμε!» Και αμέσως πήγε μία πάπια και το δάγκωσε στον σβέρκο! Αυτό ακριβώς και έκαναν τα παπάκια, οι άλλες πάπιες τις παρατηρούσαν και έλεγαν: «Για κοιτάξτε! Τώρα μας ήρθε και το συγγενολόι, σαν να μην ήμασταν ήδη αρκετοί! Πουφ, πως είναι έτσι το ένα παπί! Αυτό δεν θα το ανεχτούμε!» Και αμέσως πήγε μία πάπια και το δάγκωσε στον σβέρκο!
«Άσ’ το ήσυχο!» είπε η μητέρα, «δεν πείραξε κανέναν!»
«Μα είναι τόσο μεγάλο και τόσο παράξενο,» είπε η πάπια που το είχε δαγκώσει, «και για αυτό θα πρέπει να το διώξουμε μακριά!»
«Όμορφα παιδάκια έχει η μανούλα!» είπε με στόμφο η γριά πάπια με το πανί γύρω από το πόδι της. «Όλα με εξαίρεση του ενός, το οποίο είναι κακορίζικο. Θα ευχόμουν να μπορούσε να αναστρέψει το κλώσημα!»
«Αυτό δεν γίνεται μεγαλειοτάτη!» απάντησε η μητέρα. «Δεν είναι όμορφο, αλλά έχει καλό χαρακτήρα και κολυμπάει το ίδιο καλά όπως και τα υπόλοιπα, θα τολμούσα να πω καλύτερα και από τα υπόλοιπα. Πιστεύω ότι με το καιρό και όσο θα μεγαλώνει θα φτιάξει το μέγεθος και η εμφάνιση του. Έτσι και αλλιώς παπί είναι δεν θα το ενοχλήσει ιδιαίτερα η ασχήμια του!»
«Τα άλλα παπάκια είναι γλυκύτατα!» λέει η γριά. «Κάντε σαν να βρίσκεστε στο σπίτι σας και αν βρείτε κανένα κεφάλι χελιού, τότε μπορείτε να μου το φέρετε!» Και έτσι η αυλή έγινε το σπίτι τους.
Ωστόσο το φτωχό παπί το οποίο είχε βγει τελευταίο από το αυγό και το οποίο ήταν τόσο μα τόσο άσχημο, δεν περνούσε καθόλου καλά. Το δάγκωναν, το έφτυναν και το κορόιδευαν τόσο η πάπιες όσο και η κότες. «Είναι πολύ μεγάλο» έλεγαν όλες. Ακόμη και γάλος που είχε γεννηθεί έχοντας στα πόδια του σπιρούνια και για αυτό νόμιζε ότι είναι ο καίσαρας ενώ όλοι οι υπόλοιποι τον νόμιζαν τρελό, φύσηξε και ξεφύσηξε σαν ιστιοφόρο πριν ορμήξει προς το μικρό για να του φωνάξει: «γλου, γλου, γλου». Το παπάκι δεν ήξερε που να σταθεί και που να βρεθεί. Ήταν θλιμμένο που ήταν τόσο άσχημο και είχε γίνει ο περίγελος όλης της αυλής.



Από την πρώτη μέρα η συμπεριφορά όλων προς το παπί ήταν απαίσια και γινόταν κάθε μέρα και χειρότερη. Όλοι κυνηγούσαν το καημένο το παπάκι, ακόμη και τα αδέρφια του το περιγελούσαν και του έλεγαν «μακάρι να σε έπαιρνε η γάτα αηδιαστικό πλάσμα!» και η μητέρα αναστέναζε: «μόνο να είχες φύγει μακριά!» Οι πάπιες το δάγκωναν, οι κότες το τσιμπούσαν ακόμη και το κορίτσι που έφερνε την τροφή το κλοτσούσε.
Έτσι πέταξε πάνω από τον φράκτη. Τα πουλάκια τα οποία ήταν στους θάμνους φοβήθηκαν και πέταξαν ψηλά. «Η ασχήμια μου τα τρόμαξε!» σκέφτηκε το παπάκι και έκλεισε τα μάτια του, παρόλα αυτά όμως συνέχισε να τρέχει. Έτσι έφτασε σε ένα μεγάλο έλος στο οποίο έμεναν οι αγριόπαπιες. Εδώ έμεινε την νύχτα, γιατί ήταν πολύ κουρασμένο και στεναχωρημένο.
Το πρωί πέταξαν οι αγριόπαπιες ψηλά και αντίκρισαν τον νέο τους συγκάτοικο. «Τι μέρους του λόγου είσαι εσύ;» το ρώτησαν. Το παπάκι γυρνούσε προς όλες τις πλευρές και χαιρετούσε όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
«Είσαι αποκρουστικά άσχημο» του είπαν οι αγριόπαπιες «αλλά αυτό δεν πειράζει όσο δεν παντρεύεσαι μέλος της οικογένειάς μας!» Το καημένο παπάκι είχε άλλες έννοιες από την παντρειά. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να του επιτραπεί να ξαπλώνει στην ακτή και να πίνει από το νερό του έλους.
Μετά από δύο μέρες παραμονής στο έλος, ήρθαν δύο άγριες χήνες. Για την ακρίβεια δύο χηνόπουλα, καθώς δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που βγήκαν από αυγό τους και για αυτό ήταν ακόμη αρκετά αυθόρμητα.
«Άκου συνάδελφε, είσαι τόσο άσχημο που τυπικά είσαι όμορφο και για αυτό εμείς μπορούμε να σε ανεχτούμε. Θέλεις να έρθεις μαζί μας και να γίνεις ο οδηγός του σμήνους μας;» ρώτησαν το παπάκι.
«Μπαμ, μπαμ!» ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί και τα χηνόπουλα έπεσαν νεκρά. Το νερό του έλους κοκκίνισε από το αίμα. «Μπαμ, μπαμ» ξανακούστηκαν πυροβολισμοί, και σμήνη ολόκληρα από αγριόχηνες σηκώθηκαν από το έλος και μετά ξανακούστηκαν πυροβολισμοί. Ήταν μεγάλο κυνήγι, οι κυνηγοί καθόταν δεξιά αριστερά γύρω από το έλος. Μερικοί μάλιστα είχαν ανεβεί πάνω στα κλαδιά των δέντρων.
Ο μπλε καπνός από μπαρούτι περνούσε σαν σύννεφο μέσα από τα δέντρα και στάθηκε ψηλά πάνω από το νερό. Τα κυνηγόσκυλα στριμωχνόταν να μπουν μέσα στο έλος. Πόσο τρόμαξε στα αλήθεια το παπάκι! Γύρισε το κεφάλι για να το κρύψει μέσα στη φτερούγα του. Τότε ένας τεράστιος σκύλος στάθηκε μπροστά του. Η γλώσσα του σκύλου του κρεμόταν μέχρι κάτω και τα απαίσια μάτια του γυάλιζαν. Σχεδόν ακουμπούσε το παπί με την μουσούδα του, έδειξε τα κοφτερά του δόντια και -πλατς -αποτραβήχτηκε χωρίς να το πειράξει.
«Δόξα τον Θεό» αναστέναξε το παπί, «είμαι τόσο άσχημο που ακόμη και ο σκύλος δεν θέλει να με δαγκώσει!»
Έτσι έμεινε ξαπλωμένο ενώ τα σκάγια διέσχιζαν τον αέρα και από παντού ακουγόταν τουφεκιές. Μόνο αργά το μεσημέρι ησύχασε η κατάσταση, αλλά το καημένο το παπάκι δεν τολμούσε να σηκωθεί. Κάθισε και περίμενε για αρκετές ώρες ακόμη πριν κοιτάξει τριγύρω και μετά άρχισε να τρέχει με όλες του τις δυνάμεις να βγει από το έλος.
Κατά το απόγευμα έφτασε σε μια φτωχική αγροικία. Ήταν τόσο άθλια η κατάσταση της, που και η ίδια δεν ήξερε από ποια πλευρά να πέσει και έτσι έμενε όρθια. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε βροχή και ο αέρας φυσούσε έντονα. Έτσι το παπάκι έπρεπε να καθίσει για να μην το παρασύρει ο αέρας, και η κακοκαιρία ολοένα και χειροτέρευε. Τότε παρατήρησε ότι η πόρτα είχε ανασηκωθεί και κρεμόταν στραβά από τον ένα μεντεσέ. Έτσι κάτω από την πόρτα έμενε μια χαραμάδα αρκετά μεγάλη ώστε να μπορέσει το παπί να μπει στην αγροικία και αυτό ακριβώς έκανε.
Εδώ έμενε μια γριά με τον γάτο της και την κότα της. Ο γάτος, τον οποίο η γριά έλεγε γιόκα, μπορούσε να σχηματίσει με την πλάτη του γέφυρα και να πλέκει. Ακόμη αν του χάιδευαν το τρίχωμα πετούσε σπίθες. Η κότα είχε πολύ κοντά πόδια και για αυτό την λέγανε κοντοποδαρού.


Το πρωί παρατήρησαν αμέσως το ξένο παπί οπότε ο γάτος άρχισε να πλέκει και η κότα να κακαρίζει.
«Τι είναι αυτό πάλι;» αναρωτήθηκε η γριά και καθώς δεν έβλεπε καλά, νόμιζε ότι το παπάκι ήταν μια παχιά πάπια. «Αυτό είναι καταπληκτική μπάζα» είπε «καθώς τώρα θα μπορώ να έχω αυγά πάπιας. Αρκεί να μην είναι αρσενικιά! Αυτό θα το δούμε σύντομα.»
Έτσι αποφάσισε να κρατήσει το παπάκι δοκιμαστικά για τρεις εβδομάδες. Διάστημα στο οποίο δεν έκανε ούτε ένα αβγό.
Καθώς ο γάτος ήταν ο κύριος του σπιτιού και η κότα η κυρία, η κότα ρώτησε: «Μπορείς να κάνεις αυγά;» «Όχι» απάντησε το παπί. «Τότε δεν έχεις λόγο σε αυτό το σπίτι» ανταπάντησε η κότα.
Ο γάτος ρώτησε: «Μπορείς να κάνεις γέφυρα με την πλάτη σου; Μπορείς να πλέκεις; Μπορείς να πετάς σπίθες;» «Όχι» απάντησε το παπί, «Τότε δεν μπορείς να έχεις άποψη όταν μιλάνε μεταξύ τους νοήμονα άτομα!» συμπέρανε ο γάτος.
Το παπάκι στεναχωριόταν και καθόταν στη γωνιά του. Τότε αυθόρμητα σκέφτηκε τον καθαρό αέρα και την λιακάδα. Νοστάλγησε να κολυμπήσει στο νερό και έτσι αποκάλυψε την επιθυμία του στο κοτόπουλο. «Τι είναι αυτά που λες;» απάντησε αυτό, «τι περίεργες σκέψεις είναι αυτές; Άρχισε να κάνεις αυγά ή να πλέκεις να δεις για πότε θα σου περάσουν!»
«Μα είναι υπέροχα να κολυμπάς στο νερό!» διαμαρτυρήθηκε το παπάκι, «υπέροχα να δροσίζεις το κεφάλι σου στα κύματα ή να βουτάς μέχρι τον βυθό!»
«Ναι θα πρέπει να είναι καταπληκτική διασκέδαση!» είπε το κοτόπουλο ειρωνικά, «έχεις χαζέψει! Ρώτα τον γάτο που είναι ο εξυπνότερος από όσους γνωρίζω, αν του είναι τόσο ευχάριστο να κολυμπάει στο νερό ή να κάνει βουτιές!»
«Δεν με καταλαβαίνετε!» είπε το παπάκι.
«Αν δεν σε καταλαβαίνουμε εμείς, τότε ποιος μπορεί να σε καταλάβει! Δεν θα πιστεύεις βέβαια ότι είσαι εξυπνότερο από τον γάτο και από μένα. Κοίταξε να μάθεις να κάνεις αβγά, να πλέκεις και να πετάς σπίθες!»
«Νομίζω ότι θα βγω να περιπλανηθώ στον κόσμο!» Απάντησε το παπάκι.
«Αυτό να κάνεις!» ανταπάντησε η κότα.
Έτσι το παπάκι έφυγε και πήγε να κολυμπήσει στο νερό. Έκανε βουτιές αλλά λόγω της ασχήμιας του όλα τα υπόλοιπα ζώα το παρέβλεπαν.
Όταν έφθασε το φθινόπωρο τα φύλλα στο δάσος έγιναν κίτρινα και καφέ, η καταιγίδες τα έπαιρναν και τα στριφογυρνούσαν στον αέρα και το κρύο άρχισε να γίνεται αισθητό. Τα σύννεφα κρεμόταν βαριά, φορτωμένα με χιόνι και χαλάζι και πάνω στον φράχτη στεκόταν ένα κοράκι που έκρωζε από το κρύο «κρα, κρα!». Κανείς κρύωνε και μόνο με την ιδέα. Η κατάσταση για το παπάκι δεν ήταν καθόλου καλή.
Ένα απόγευμα ενώ το ηλιοβασίλεμα φώτιζε με υπέροχα χρώματα τον ουρανό, ένα σμήνος από λαμπερά μεγάλα πουλιά ξεπρόβαλε πίσω από τους θάμνους. Το παπάκι δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφα πουλιά. Ήταν ολόλευκα με μεγάλους λυγερούς λαιμούς. Ήταν κύκνοι. Έβγαζαν μία παράξενη κραυγή, άπλωναν τις φανταχτερές φτερούγες τους και πετούσαν από τις κρύες περιοχές στις θερμότερες πάνω από ανοιχτές θάλασσες. Πετούσαν τόσο ψηλά που το ασχημόπαπο αισθανόταν πολύ παράξενα και μόνο που τα έβλεπε.
Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα φανταχτερά, όμορφα πουλιά. Μόλις χάθηκαν στον ορίζοντα βούτηξε μέχρι τον βυθό και όταν ξεπρόβαλε πάλι στην επιφάνεια αισθάνθηκε περίεργα. Δεν ήξερε πως λεγόταν αυτά τα πουλιά, ούτε για το που πήγαιναν αλλά τα αγάπησε όσο δεν είχε αγαπήσει ποτέ κανέναν. Αμέσως αισθάνθηκε ζήλια. Πως αλήθεια τόλμησε να ευχηθεί να αποκτήσει τέτοια ομορφιά; Θα ήταν ήδη ευτυχισμένο αν το ανεχόταν στην παρέα τους οι πάπιες. Καημένο άσχημο ζώο.
Όσο περνούσε ο καιρός ο χειμώνας αγρίευε! Το παπάκι έπρεπε να κολυμπάει ακατάπαυστα ώστε να εμποδίσει το πάγωμα του νερού. Κάθε νύχτα όμως η τρύπα μέσα στην οποία κολυμπούσε μίκραινε όλο και περισσότερο. Το κρύο ήταν πια τσουχτερό και το παπάκι έπρεπε να χρησιμοποιεί συνεχώς τα πόδια του ώστε να εμποδίσει το πάγωμα του νερού. Τελικά κουράστηκε και έμεινε ακίνητο. Τότε όλο το νερό πάγωσε και το παπάκι έμεινε εγκλωβισμένο μέσα στον πάγο.
Την επόμενη μέρα το πρωί ένας περαστικός αγρότης παρατήρησε το φτωχό ζώο. Πήγε έσπασε τον πάγο με το ξύλινο παπούτσι του, έσωσε το ζώο και το πήγε στη γυναίκα του. Τότε το παπάκι ξαναζωντάνεψε.
Τα παιδιά θέλανε να παίξουν μαζί του. Αλλά το παπάκι νόμιζε ότι θα το πονέσουν και από τον φόβο του πήγε κατευθείαν πάνω στην κούπα με το γάλα έτσι που το γάλα πιτσίλισε σε όλο το σπιτικό. Μετά πέταξε και πήγε πάνω στο ράφι με το βούτυρο και από κει στο βαρέλι με το αλεύρι και μετά πάλι στο αέρα. Η γυναίκα φώναζε και το κυνηγούσε με την τσιμπίδα του τζακιού, και τα παιδιά έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο κυνηγώντας το παπάκι ενώ γελούσαν και φώναζαν. Ευτυχώς που ήταν ανοιχτή η πόρτα και έτσι το παπάκι πετάχτηκε έξω και μπόρεσε να σωθεί στο απάτητο χιόνι ανάμεσα στους θάμνους. Εκεί λοιπόν έμεινε ξαπλωμένο και εξουθενωμένο.
Το παπάκι έμεινε μόνο του και θα ήταν θλιβερό να εξιστορήσουμε πως πέρασε μέχρι να περάσει ο χειμώνας. Ώσπου μια μέρα ενώ στεκόταν μέσα στις καλαμιές του έλους, άρχισε πάλι να εμφανίζεται η ζεστασιά του ήλιου. Οι κορυδαλλοί τραγουδούσαν και η άνοιξη είχε πια καταφθάσει.
Τότε άνοιξε τα φτερά του και άρχισε να τα χτυπάει τόσο δυνατά όσο ποτέ και το σώμα του εκτοξευόταν με κάθε χτύπημα όλο και πιο μακριά Πριν καν καταλάβει το πως είχε βρεθεί σε έναν μεγάλο κήπο. Εκεί βρισκόταν ανθισμένες μηλιές και μοσχοβολούσαν πασχαλιές που έγερναν τα μακριά πράσινα κλαδιά τους στα κανάλια που έτρεχαν ανάμεσα τους. Ω, πόσο υπέροχα ανοιξιάτικος ήταν ο καιρός. Από ένα ξέφωτο ήρθαν κολυμπώντας τρεις πανέμορφοι, λευκοί κύκνοι. Με λαμπερά φτερά γλυστρούσαν ανάλαφρα πάνω στο νερό. Το παπάκι αναγνώρισε τα όμορφα πουλιά και αισθάνθηκε μια παράξενη αδιαθεσία.
«Θα πετάξω στο μέρος αυτών των βασιλικών πουλιών και θα με δαγκώσουν μέχρι να πεθάνω. Δεν θα μου συγχωρέσουν που ενώ είμαι είμαι τόσο άσχημο θα τολμήσω να τα πλησιάσω. Αλλά καλύτερα να σκοτώσουν αυτά παρά να με δαγκώνουν οι πάπιες, να με τσιμπάνε οι κότες, να με κλοτσάει το κορίτσι που ταΐζει και να περνάω τα πάνδεινα όλο τον χειμώνα!» Αμέσως πέταξε πάνω στο νερό και μετά πήγε κολυμπώντας προς τα λαμπερά πουλιά, τα οποία όρμηξαν με αναστηλωμένα τα φτερά κατά πάνω του.
«Σκοτώστε με, εμπρός σκοτώστε με» είπε το καημένο το ζώο και έγειρε το κεφάλι του στο νερό αναμένοντας τον θάνατο, όμως τι ήταν αυτό που αντίκρισε να καθρεφτίζεται στο νερό; Είδε την εικόνα του να σχηματίζεται στο νερό, αλλά δεν ήταν πια ένα πλαδαρό, γκρίζο πουλί, άσχημο και αποκρουστικό. Όχι ήταν το ίδιο ένας κάτασπρος κύκνος με υπέροχα φτερά.
Ακόμη και αν έχεις γεννηθεί σε μια αυλή γεμάτη με πάπιες, αν προέρχεσαι από αυγό κύκνου, τότε κύκνος θα γίνεις! Χάρη στις κακουχίες που είχε τραβήξει και την απόρριψη που είχε νιώσει, το νεαρό ζώο ήξερε να εκτιμήσει την τύχη του να είναι τόσο όμορφο και η ομορφιά του να είναι ευπρόσδεκτη από όλους. Οι μεγάλοι κύκνοι φτάσανε στο νεαρό πουλί και το χάιδευαν με το ράμφος τους.
Τότε ήρθαν μερικά παιδιά στον κήπο. Πετούσαν ψωμί και σπόρους στο νερό, και το μικρότερο φώναζε: «κοιτάξτε εκεί είναι ένας καινούριος!» Και τα υπόλοιπα παιδάκια συμφώνησαν πανηγυρίζοντας: «ένας νέος, ένας νέος κύκνος εμφανίστηκε»


Χειροκροτούσαν και χόρευαν μετά έφεραν την μητέρα και τον πατέρα τους. Έριχναν ψωμί και γλυκά στο νερό και όλοι έλεγαν: «Ο νέος είναι ο ομορφότερος, τόσο νέος και τόσο αρχοντικός!» Όλοι οι υπόλοιποι κύκνοι υποκλινόταν μπροστά του.
Τότε ο νεαρός κύκνος αισθάνθηκε ντροπή και έκρυψε το κεφάλι του μέσα στις φτερούγες του, αισθανόμενος τόσο περίεργα που και ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει. Αισθάνθηκε μεγάλη ευτυχία αλλά καθόλου υπερηφάνεια, καθώς μία καλή καρδιά δεν αισθάνεται ποτέ υπερηφάνεια. Θυμόταν όταν όλοι τον κορόιδευαν και τώρα άκουγε όλους να λένε ότι είναι το ωραιότερο από όλα τα ωραία πουλιά. Οι πασχαλιές έσκυβαν προς το μέρος του στο νερό, ο ήλιος έλαμπε ζεστός και δροσιστικός. Τίναξε τα φτερά του, ο λεπτός λαιμός σηκώθηκε και από καρδιάς πανηγύριζε: «Τόση τύχη δεν τολμούσα ούτε να την ονειρευτώ όταν ήμουν ακόμη το ασχημόπαπο!»


Αναρτήθηκε από παραμυθάς στις 5:36 π.μ.


https://Kinimatografosteatro.blogspot.com/-  Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

Σ - Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) / Nibbly-Quibbly la capra, Ucraina (fiaba) / Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (Λαϊκό παραμύθι)

  Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) - Nibbly-Quibbly The Goat, Ucraina (fiaba) - Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (παραμύθ...