Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Ένας νοικοκύρης Τυφλοπόντικας, του Γρηγορίου Μυτακίδη / Una casalinga talpa, di Gregory Mitakidis




[ η εικόνα είναι από την ακόλουθο ιστοσελίδα : https://www.dreamstime.com/stock-photos-mole-vector-illustration-image24535973 ]
Ήρθε ο Απρίλης. Όλος ο κάμπος ήταν πράσινος και λουλουδιασμένος. Τα κοτσύφια, οι κορυδαλλοί, τ’ αηδόνια, όλα τα

πουλιά φτερούγιζαν στα κλαριά και κελαηδούσαν χαρούμενα. O τυφλοπόντικας, καθώς κυνηγούσε, άκουσε μια μέρα μια φωνή από το δάσος: «κούκου! κούκου!»
«Κι άλλος φαγάς μάς ήρθε» συλλογίστηκε. «Φαγάς, μα κακός νοικοκύρης. Ούτε φωλιά χτίζει, ούτε τ’ αυγά του κλωσά. Τα γεννά σε ξένες φωλιές και δε γυρίζει να τα κοιτάξει. Δε σου λέω! Τρώω κι εγώ, μα δεν του μοιάζω στην κακομοιριά». Έφαγε δυο κάμπιες κι έπειτα είπε: «Καιρός να φροντίσω για το νοικοκυριό μου».
– Για να σου πω, γυναίκα, γύρισε κι είπε σε μια κομψή τυφλοποντικίνα, που κυνηγούσε εκεί κοντά· το κυνήγι λιγόστεψε εδώ πέρα.                
– Το βλέπω κι εγώ, απάντησε εκείνη λυπημένη.
– Καλά θα κάμουμε, λέω, να περάσουμε αύριο το ποτάμι και να πάμε στον αντικρινό τον κήπο.
– Όπως θέλεις, άντρα μου, λέει η τυφλοποντικίνα πρόθυμα.
Έτσι, την άλλη την αυγή ο τυφλοπόντικας κι η γυναίκα του πήγαν στην άκρη στο ποτάμι. H άλλη όχθη ήταν ώς διακόσια μέτρα αντίπερα. Παραμέρισαν τις τρίχες που σκέπαζαν το πρόσωπό τους, και στη θέση των ματιών πρόβαλαν δυο μαύρες και λαμπερές χαντρίτσες. Κοίταξαν αντίπερα για να βρουν το συντομότερο δρόμο, και μπλουμ! έπεσαν στο νερό. Τα κατάφεραν καλά στο κολύμπι, και σε λίγο βγήκαν κοντά στον κήπο.
– Αχ! τι ωραίος που είναι ο απάνω κόσμος! είπε η τυφλοποντικίνα.
– Κι ο δικός μας καλός είναι, όσο έχει φαΐ, είπε ο τυφλοπόντικας.
Πλησίασαν στο φράχτη του κήπου. Μουριές ήταν ολόγυρα και χαμόκλαδα πυκνά κι αγκαθωτά. Κοίταξαν από μια τρύπα κι είδαν τον κήπο μέσα ολοπράσινο. Ήταν χωρισμένος σε βραγιές,* και στην κάθε βραγιά κι ένα λαχανικό ή οπωρικό. Εδώ μαρούλια, εκεί κοκκινογούλια, παραπέρα φράουλες· αλλού ήταν μπάμιες και μελιτζάνες, αλλού φασολάκια, αλλού κολοκυθιές, και κάπου λουλούδια λογής - λογής.
– Εδώ είναι πιο βολικά να τρυπώσουμε, είπε ο τυφλοπόντικας.
– Όπως ξέρεις, άντρα μου.
Αμέσως άρχισαν τη δουλειά. Οι σουβλερές μουσούδες τους χώνονταν σα σφήνες στο μαλακό χώμα. Με τα μπροστινά τους πόδια, που είναι σαν τσαπιά παραμέριζαν το χώμα στα πλάγια, και με τα πίσω, που είναι σα φτυάρια, το πετούσαν πίσω τους. Τα μάτια, τα ρουθούνια και τ’ αυτιά τους δε κιντύνευαν διόλου από τα χώματα. Τα είχαν καλά κλεισμένα. Έτσι σε λίγο τρύπωσαν κάτω από τον κήπο. Εκεί άρχισαν αμέσως να φτιάνουν τη φωλιά τους. Πρώτα έσκαψαν το μέρος που θα μείνουν και θ’ αναθρέψουν τα μικρά τους. Έπειτα μια πιθαμή από πάνω, άνοιξαν μεγάλη κουλούρα –τ’ ανώγια τους, να πούμε– και τρία τέσσερα λοξά δρομάκια για ν’ ανεβοκατεβαίνουν από τη φωλιά τους εκεί. Από κει πάλι έσκαψαν προς τα κάτω πέντε λοξά δρομάκια, πέρασαν τη φωλιά τους κι άνοιξαν από κάτω άλλη κουλούρα, σα να πούμε τα κατώγια τους. Τέλος από τα πλάγια της κουλούρας έσκαψαν διάφορα άλλα δρομάκια, ίσια και μακριά.
– Μηχανικός μια φορά, ε! είπε στη γυναίκα του θαυμάζοντας το έργο του ο τυφλοπόντικας. Εδώ μέσα ούτε αλεπού, ούτε νυφίτσα μπορεί να μας βρει!
– Κανείς δε σε φτάνει! απάντησε εκείνη κοιτάζοντάς τον τρυφερά.
Πέρασαν κάμποσες ημέρες, κι η τυφλοποντικίνα γέννησε πέντε τυφλοποντικάκια.
– Είναι για πέταμα, είπε ο πατέρας μόλις τα είδε. Είναι στραβά κι ολόγυμνα.
– Τάχα δεν ήσουν έτσι και του λόγου σου; είπε η γυναίκα του και τα κοίταξε με καμάρι. Άφησε να μεγαλώσουν λίγο, και να δεις πως θα ομορφύνουν σαν και μας.
Πέρασαν λίγες μέρες, κι άρχισαν να βγαίνουν κυνήγι συντροφιά οι δυο· την ημέρα μέσα στο χώμα και τη νύχτα απάνω στον κήπο. Εκεί τώρα ήταν μια χαρά. Μεγάλωσαν και τα λαχανικά, και τα σκουληκάκια, οι κάμπιες κι οι σαλίγκαροι κάθονταν αμέτρητοι στις τρυφερές τους ρίζες. Μα και πεταλούδες και βάτραχοι και φρύνοι ήταν μαζεμένοι εκεί. O αχόρταγος όμως τυφλοπόντικας ήταν πάντα ανήσυχος.
– Κάμε γρήγορα, έλεγε κάθε τόσο στη γυναίκα του, να μεγαλώσουν τα παιδιά μας, γιατί δε θα μείνει τίποτα σε λίγο εδώ μέσα! Δε φτάνει, κυρά μου, ο κήπος για να χορτάσουν εφτά στόματα. Εσύ τώρα να κυνηγάς τους κολοκυθοκόφτες, που τρώνε τις ρίζες, κι ύστερα βρίσκουμε τον μπελά μας από τους κυρ Mηνάδες, τους περιβολάρηδες.
– Τι κουτοί, αλήθεια ! κάνει η τυφλοποντικίνα. Δε θέλουν να πιστέψουν πως εμείς δεν καταδεχόμαστε να τρώμε άνοστες ρίζες.
Κάποτε, πριν να ξημερώσει, ο τυφλοπόντικας γύρισε καταματωμένος.
– Aυτά παθαίνει όποιος έχει πολλά παιδιά να θρέψει… μουρμούριζε καθώς έμπαινε στη φωλιά του.
– Τι τρέχει; τον ερώτησε ανήσυχα η γυναίκα του.
– Άφησέ με κι εσύ.
H τυφλοποντικίνα πήγε κοντά του.
– Λαχτάρα μου! φώναξε· είσαι γεμάτος αίματα! Ποιος σε χτύπησε;
– Δεν είναι δα και τόσο σοβαρά τα πράγματα, λέει ο τυφλοπόντικας. Μην κόβεις το αίμα σου. Να, καθώς κυνηγούσα στον κήπο, γνωρίστηκα για πρώτη φορά μ’ ένα φρύνο.
– M’ αυτόν τον ασχημομούρη; Μα κείνος δε μπορεί να πάρει τα πόδια του κι όλο τρικλίζει! λέει η γυναίκα του.
– Ναι, μ’ αυτόν. Μου έπαιρνε τα καλύτερα κομμάτια. Έβρεξε αποβραδίς και βγήκαν κάτι ολόπαχοι γυμνοσάλιαγκοι. Ήταν ένας, που τι να σου πω, γυναίκα; να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Πήγε να τον αρπάξει κι αυτόν. E, δεν κρατήθηκα και του δίνω μια δαγκωματιά. Καλύτερα να μην την έδινα. Κάηκα, φαρμακώθηκα. Άναψε η γλώσσα μου, γυναίκα, και μούδιασαν τα δόντια μου.
– Καλέ, τι κρέας είναι αυτό που έχεις! του κάνω.
– Kαι τι νόμισες; λέει εκείνος με γέλια. Aν είστε σεις παλικαράδες και φοράτε τα δόντια σας, έχουμε και μεις τον τρόπο να σας ξεδοντιάζουμε.
– Να μας ξεδοντιάζετε; κάνω με απορία.
– Αμέ τι; Δάγκασέ με πάλι, έλα δάγκασέ με σα θέλεις, κολλώντας μ’ επιμονή κολλώντας απάνω μου.
– Κι αν σε δαγκάσω, τι; τον ρωτώ με θυμό.
– Είσαι φαρμακωμένος, δόλιε! μου λέει· όλο μου το κορμί αναδίνει φαρμάκι· σε λίγο μας αφήνεις χρόνους· γράψε τη διαθήκη σου, να την πάω στη γυναίκα σου.
Τι να σου ειπώ· τα χρειάστηκα. «Αυτό λείπει» είπα μέσα μου «να πεθάνω χωρίς να δω τους δικούς μου.»
– Τον καημένο! λέει η τυφλοποντικίνα.  Κι άρχισε να δακρύζει.
– Αρχίζω, που λες, και φτύνω, φτύνω για να βγάλω το φαρμάκι. Εκεί που έφτυνα, νά σου μια νυχτερίδα εμπρός στη μύτη μου. Xαμ, κάνω να την αρπάξω. Καθώς ξέρεις γυναίκα, το κρέας της νυχτερίδας είναι νόστιμο και τρυφερό σαν του ποντικού. Εκείνη όμως μου ξέφυγε, και τα νύχια της κουκουβάγιας που την κυνηγούσε, μπήκαν στο κορμί μου. Καλά που με πήρε ξώδερμα και πρόλαβα να τρυπώσω. «Kουκουβάο! Kουκουβάο!» φώναξε η κουκουβάγια με θυμό. Καταλαβαίνεις τι ήθελε να πει: «Όταν ξαναπέσετε στα νύχια μου θα σας δείξω, και σένα και της νυχτερίδας!» Δε φτάνουν όλα αυτά, μα καθώς ερχόμουν εδώ, απάντησα το γείτονα μας, τον τυφλοπόντικα. Τον έπιασα κι άλλη φορά να κυνηγά στον τόπο μου και μαλώσαμε στα γερά.
– Πάλι εδώ είσαι; του κάνω.
– Και που θέλεις να ’μαι; μου λέει.
– Δε σου είπα να μην ξαναφανείς εδώ μέσα;
– Και ποιος είσαι σύ που προστάζεις έτσι; Δικό σου είναι το περιβόλι;
– Δικό μου· δεν το ξέρεις;
– Δικό σου ξεδικό σου, εγώ θα μείνω εδώ! Αν δε σ’ αρέσει, τράβα να πας σε καλύτερο! μου λέει αδιάντροπα. Δεν κρατήθηκα, γυναίκα· του ρίχνομαι κι αρχίζουμε τις δαγκωσιές. Μια εκείνος, δέκα εγώ. Κάποτε τον πετυχαίνω στο λαιμό, και πάρ’ τον κάτω. Λιγοθύμισε ο παλικαράς.
– Και τώρα;… ρώτησε η γυναίκα του.
– Τώρα;… Ξύπνα τα παιδιά, και δρόμο. Δε μας χωράει πια ο κήπος. Εκεί που θα πάτε, να μείνεις κάμποσο καιρό μαζί τους, κι ύστερα να τα στείλεις να βρει το καθένα την τύχη του.
https://Kinimatografosteatro.blogspot.com/ -  Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σ - Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) / Nibbly-Quibbly la capra, Ucraina (fiaba) / Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (Λαϊκό παραμύθι)

  Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) - Nibbly-Quibbly The Goat, Ucraina (fiaba) - Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (παραμύθ...