Ξυλευόμενός τις παρὰ
ποταμῷ τὸν
οἰκεῖον
ἀπέβαλε πέλεκυν. Ἀμηχανῶν
τοίνυν παρὰ τὴν
ὄχθην καθίσας ὠδύρετο.
Ἑρμῆς
δὲ μαθὼν
τὴν αἰτίαν
καὶ οἰκτείρας
τὸν ἄνθρωπον,
καταδὺς εἰς
τὸν ποταμὸν
χρυσοῦν ἀνήνεγκε
πέλεκυν, καὶ εἰ
οὗτός ἐστιν
ὃν
ἀπώλεσεν ἤρετο.
Τοῦ δὲ
μὴ τοῦτον
εἶναι φαμένου, αὖθις
καταβὰς ἀργυροῦν
ἀνεκόμισε. Τοῦ
δὲ μηδὲ
τοῦτον εἶναι
τὸν οἰκεῖον
εἰπόντος, ἐκ
τρίτου καταβὰς ἐκεῖνον
τὸν οἰκεῖον
ἀνήνεγκε. Τοῦ
δὲ τοῦτον
ἀληθῶς
εἶναι τὸν
ἀπολωλότα φαμένου, Ἑρμῆς
ἀποδεξάμενος αὐτοῦ
τὴν δικαιοσύνην, πάντας αὐτῷ
ἐδωρήσατο. Ὁ
δὲ παραγενόμενος πρὸς
τοὺς ἑταίρους
τὰ συμβάντα αὐτοῖς
διεξελήλυθεν· ὧν εἱς
τις τὰ ἴσα
διαπράξασθαι ἐβουλεύσατο, καὶ
παρὰ τὸν
ποταμὸν ἐλθὼν
καὶ τὴν
οἰκείαν ἀξίνην
ἐξεπίτηδες ἀφεὶς
εἰς τὸ
ῥεῦμα
κλαίων ἐκάθητο. Ἐπιφανεὶς
οὖν ὁ
Ἑρμῆς
κἀκείνῳ
καὶ τὴν
αἰτίαν μαθὼν
τοῦ θρήνου, καταβὰς
ὁμοίως χρυσῆν
ἀξίνην ἐξήνεγκε
καὶ ἤρετο
εἰ ταύτην ἀπέβαλε.
Τοῦ δὲ
σὺν ἡδονῇ·
Ναὶ ἀληθῶς
ἥδ᾿
ἐστί φήσαντος, μισήσας ὁ
θεὸς τὴν
τοσαύτην ἀναίδειαν, οὐ
μόνον ἐκείνην κατέσχεν, ἀλλ᾿
ουδὲ τὴν
οἰκείαν ἀπέδωκεν.
Ὁ μῦθος
δηλοῖ ὅτι,
ὅσον τοῖς
δικαίοις τὸ θεῖον
συναίρεται, τοσοῦτον τοῖς
ἀδίκοις ἐναντιοῦται.
(variant version
from Chambry's first edition)
Ξυλευόμενος καὶ Ἑρμῆς
Ξυλευόμενός τις
παρά τινα ποταμὸν τὸν πέλεκυν ἀπέβαλε·
τοῦ δὲ ῥεύματος
παρασύραντος αὐτόν, καθήμενος ἐπὶ
τῆς ὄχθης ὠδύρετο,
μέχρις οὗ ὁ Ἑρμῆς
ἐλεήσας αὐτὸν
ἧκε. Καὶ μαθὼν
παρ᾿ αὐτοῦ
τὴν αἰτίαν δι᾿
ἣν ἔκλαιε, τὸ
μὲν πρῶτον καταβὰς
χρυσοῦν αὐτῷ
πέλεκυν ἀνήνεγκε καὶ
ἐπυνθάνετο εἰ
οὗτος αὐτοῦ
εἴη. Τοῦ δὲ
εἰπόντος μὴ τοῦτον
εἶναι, ἐκ δευτέρου ἀργυροῦν
ἀνήνεγκε καὶ
πάλιν ἀνηρώτα εἰ τοῦτον
ἀπέβαλεν. Ἀρνησαμένου
δὲ αὐτοῦ,
τὸ τρίτον τὴν
ἰδίαν ἀξίνην ἀνεκόμισε.
Τοῦ δὲ ἐπιγνόντος,
ἀποδεξάμενος αὐτοῦ
τὴν δικαιοσύνην πάσας αὐτῷ
ἐχαρίσατο. Καὶ
ὃς ἐπανελόμενος, ἐπειδὴ
παρεγένετο πρὸς τοὺς ἑταίρους,
τὰ γεγενημένα αὐτοῖς
διηγήσατο. Τῶν δέ τις ἐποφθαλμιάσας
ἐβουλήθη καὶ
αὐτὸς τῶν
ἴσων περιγενέσθαι. Διόπερ ἀναλαβὼν
πέλεκυν παρεγένετο ἐπὶ τὸν
αὐτὸν ποταμὸν
καὶ ξυλευόμενος ἐπίτηδες
τὴν ἀξίνην εἰς
τὰς δίνας ἀφῆκε
καθεζόμενός τε ἔκλαιεν. Ἑρμοῦ
δὲ ἐπιφανέντος καὶ
πυνθανομένου τί τὸ συμβεβηκὸς
εἴη, ἔλεγε τὴν
τοῦ πελέκεως ἀπόλειαν.
Τοῦ δὲ χρυσοῦν
αὐτῷ ἀνενεγκόντος
καὶ διερωτῶντος εἰ
τοῦτον ἀπολώλεκεν, ὑπὸ
τοῦ κέρδους ὑποφθὰς
ἔφασκεν αὐτὸν
εἶναι. Καὶ ὁ
θεὸς αὐτῷ
οὐ μόνον οὐκ ἐχαρίσατο,
ἀλλ᾿ οὐδὲ
τὸν ἴδιον πέλεκυν ἀποκατέστησεν.
Ὁ λόγος δηλοῖ
ὅτι, ὅσον τοῖς
δικαίοις τὸ θεῖον συναγωνίζεται,
τοσοῦτον τοῖς ἀδίκοις
ἐναντιοῦται.
Στα
νέα Ελληνικά
Ένας
άνθρωπος έκοβε ξύλα στην εξοχή, κουράστηκε κ κάθισε να ξεκουραστεί στην όχθη
ενός ποταμού, τότε κατά λάθος του έπεσε το τσεκούρι στο ποτάμι, κ ήταν βαθύ κ
ορμητικό, δέν μπορούσε να το πάρει. Κάθισε στην όχθη και θρηνούσε.
Τότε ο
θεός Ερμής του εμφανίστηκε με τη μορφή ενός νεαρού άντρα, κ τον ρωτά: «γιατί
κλαίς, τί συμβαίνει;»
- «μου έπεσε το καλό μου τσεκούρι στο ποτάμι κ
δέν μπορώ να το βγάλω»
- «θα προσπαθήσω να το βγάλω εγώ», είπε ο νέος
άντρας, που ήταν ο Ερμής, βούτηξε στο ποτάμι κ έβγαλε ένα ολόχρυσο μεγάλο
τσεκούρι: «αυτό είναι;»
- «όχι, παλληκάρι μου, δέν είναι αυτό το δικό
μου»
- «καλά, θα ξαναπροσπαθήσω», είπε ο Ερμής κ
ξαναβούτηξε, έβγαλε ένα ασημένιο μεγάλο τσεκούρι: «αυτό είναι;»
- «όχι, όχι, δέν είναι αυτό το δικό μου»
- «καλά, θα ξαναψάξω», είπε κ βούτηξε τρίτη
φορά, έβγαλε το τσεκούρι που είχε χάσει ο άνθρωπος.
Εκείνος
σάν το είδε, «ά! το τσεκούρι μου!» είπε, «σε ευχαριστώ πολύ, παλληκάρι μου, να
έχεις την ευχή μου».
- «Είσαι σίγουρος, αυτό είναι το δικό σου; »
- «ναί, αυτό είναι που μου έπεσε στο ποτάμι».
- «Επειδή είσαι ειλικρινής κ έχεις καθαρή
καρδιά, πάρε το τσεκούρι σου, σου χαρίζω και αυτό το χρυσό καί αυτό το
ασημένιο», είπε ο Ερμής, έδωσε καί τα τρία τσεκούρια στον άνθρωπο κ έφυγε.
Σάν
γύρισε ο άνθρωπος στο σπίτι του, είπε αυτήν την ιστορία στους φίλους του, για
να καταλάβουν πως ο Θεός αγαπάει την τιμιότητα. Σάν έμαθε το περιστατικό αυτό
ένας συγχωριανός, ζήλεψε, θέλησε κ αυτός να αποκτήσει τέτοια. Πήγε λοιπόν στο
ίδιο σημείο του ποταμού κ έρριξε εξεπίτηδες το τσεκούρι, δήθεν κατά λάθος. Κ
έκατσε στην όχθη κάνοντας πως κλαίει.
Εμφανίστηκε τότε ένας νεαρός άντρας, που ήταν στην πραγματικότητα ο θεός
Ερμής, και του λέει: «γιατί κλαίς»
- «μου έπεσε το τσεκούρι μου στο ποτάμι, κ ήταν
πολύ καλό, κ τί θα κάνω χωρίς αυτό!»
- «μή στενοχωριέσαι, θα προσπαθήσω να το βγάλω»,
είπε ο Ερμής, κ βούτηξε, έβγαλε ένα χρυσό τσεκούρι.
Σάν το
είδε ο άλλος, άστραψαν τα μάτια του. «Βρήκα αυτό, είναι εκείνο που έχασες;»
ρώτησε ο Ερμής – «ναί, ναί, αυτό είναι το τσεκούρι μου που μου έπεσε στο
ποτάμι, σ' ευχαριστώ!», είπε, κ άπλωσε τα χέρια για να το πάρει.
Το τράβηξε πίσω τότε ο Ερμής κ του λέει: «επειδή
είσαι απατεώνας, ούτε αυτό θα πάρεις, ούτε το δικό σου θα ξαναβρείς που χάθηκε
μές το ποτάμι!». Κ έφυγε. (25120:73)
https://Kinimatografosteatro.blogspot.com/
- Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της
ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός
σύνδεσμος(link
). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή
εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν
υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα
αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην
συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ,
ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των
συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου