Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Το καράβι/ La barca



Το καράβι/ La barca

Η Νατάσσα στάθηκε στην κορφή του βράχου και κοίταξε το καράβι που ξεμάκραινε.
Ο αέρας που φυσούσε έριχνε τα μακριά μαλλιά της στο πρόσωπό της και της έκοβε την ορατότητα. Το φουστάνι της φούσκωνε και σηκωνόταν ανάλογα με την φορά του ανέμου.
Τράβηξε τα μαλλιά της ανυπόμονα και κοίταξε το καράβι , που είχε γίνει μια μικρή κουκίδα στον ορίζοντα. Δάγκωσε τα χείλη της που είχαν αρχίσει να ξεραίνονται από τον αέρα και τα ένιωσε να ματώνουν. Τα έγλυψε μηχανικά νιώθοντας την αλμύρα των δακρύων της να μπερδεύεται με της θάλασσας, που αν και μακριά, έφτανε κοντά της σαν ψιλοβρόχι ,καθώς τα κύματα έσκαζαν στον βράχο.
Έβγαλε από την τσέπη της ένα χαρτομάντιλο και αφού σκούπισε τα μάτια της, το πίεσε απαλά ,αλλά σταθερά στα χείλη για να σταματήσει το αίμα. Το ένιωσε να κολλάει κι ανατρίχιασε στην ιδέα του γλυκού πόνου, που θα ένιωθε τραβώντας το. Κι αυτή είχε κολλήσει. Εδώ και χρόνια. Κι ο πόνος ήταν εξίσου γλυκός.
Είχε μήνες να έρθει εδώ. Αλλά ήρθε χθες .Και σήμερα ξανά. Κάποτε ερχόταν κάθε μέρα και καθόταν για ώρες. Μόνη και με παρέα. Και για αρκετά χρόνια μαζί του. Με τον παιδικό της φίλο και πρώτο της έρωτα. Τον έρωτα που δεν πρόλαβε να εξομολογηθεί. Και που τον αποχαιρέτησε κλαίγοντας κρυφά , από τούτο εδώ το σημείο.
Γνωριζόταν από παιδιά. Μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά, πήγαν στα ίδια σχολεία, είχαν τις ίδιες παρέες. Παρά τις διαφορές τους, τους ένωνε η κοινή αγάπη για την θάλασσα και τα ταξίδια. Τα ταξίδια που ονειρευόταν να κάνουν μεγαλώνοντας. Θαλασσινά ταξίδια με πυξίδα την φαντασία τους.
Τα χρόνια που περνούσαν από πάνω τους δεν άλλαζαν την αγάπη και την συνενοχή που τους έδενε. Δέσανε τα όνειρά τους στο ίδιο καράβι και περίμεναν να μπαρκάρουν. Αυτός έφυγε πρώτος. Αυτή θα ακολουθούσε. Δέκα χρόνια μετά , αυτή ήταν ακόμα εδώ.
Όταν έφυγε πήρε το πρώτο ξύλινο καραβάκι. Το έβαψε κόκκινο , να ξεχωρίζει σαν σημαδούρα στην θάλασσα των ονείρων κι έγραψε με πινέλο την λέξη έρωτας στο πλάι του. Το τοποθέτησε στην βιβλιοθήκη της , σ’ ένα ράφι που άδειασε γι’ αυτόν τον σκοπό, στριμώχνοντας βιβλία και περιοδικά, ώστε να φαίνεται ξεκάθαρα , από μακριά κι από κοντά, ο στόχος και το όνειρο.
Στα χρόνια που πέρασαν , δημιούργησε έναν μικρό στόλο. Ένα καραβάκι για κάθε ανεκπλήρωτο όνειρο. Το καθένα με διαφορετικό χρώμα, ένα χρώμα από ουράνιο τόξο της ελπίδας. Πίστευε πως κάποτε θα έφευγαν από το λιμάνι, που προσάραξαν προσωρινά, ότι κάποτε θα άνοιγαν πανιά και αυτή θα ταξίδευε μαζί τους. Το καθένα με το δικό του όνομα, σύμβολο του συναισθήματος που γέννησε την ανάγκη για ταξίδι.
Όλα της τα καράβια είχαν άσπρα πανιά. Συχνά έσκυβε επάνω τους και φυσούσε μέχρι να φουσκώσουν τα πανιά, να δείχνουν πως είναι έτοιμα να σαλπάρουν. Χαμογελούσε τρυφερά και χάιδευε με το δάχτυλα τις λέξεις , ειδικά στα σημεία , που άρχιζαν να ξεθωριάζουν. Μέχρι αυτό το Σαββατιάτικο πρωινό δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα..
Εμφανίστηκε μπροστά της σαν φάντασμα από τα παλιά. Είχε έρθει για λίγο στην πόλη τους και θα έφευγε ξανά. Ήταν εύκολο να την βρει. Έμενε ακόμα στο ίδιο σπίτι απέναντι από το πατρικό του. Κι όλοι την ήξεραν. Τώρα αναρωτιόταν αν είχε μείνει περιμένοντας αυτήν την στιγμή. Την επιστροφή του Οδυσσέα της.
Παρά το αρχικό ξάφνιασμα, η χαρά της ήταν μεγάλη. Μίλησαν στην αρχή μουδιασμένα και μόλις άρχισε η ατμόσφαιρα να ζεσταίνεται της ζήτησε να πάνε μια βόλτα. Τα βήματά τους οδήγησαν στον αγαπημένο τους βράχο. Κι έκατσαν ώρες συζητώντας για όλα τα θαυμαστά που είχε δει αυτός, που είχε κάνει, για τις θάλασσες και τα ταξίδια. Τότε ένιωσε το πρώτο σκίρτημα.
Τα ταξίδια που δεν έκανε, οι θάλασσες που δεν αρμένισε, οι στεριές που δεν γνώρισε, όλα της ζητούσαν τον λόγο. Κοιτάζοντας τα θαλασσιά του μάτια, κατάλαβε πως δεν ήταν αυτός που περίμενε. Και πως το μόνο που τους έδενε ήταν η ανάμνηση των εραστών, που θα μπορούσαν να γίνουν. Τότε. Όσο τα όνειρά τους είχαν κοινό σημείο αναφοράς.
Γυρίζοντας σπίτι έκατσε για ώρα μπροστά στο ράφι της βιβλιοθήκης με τον ξύλινο στόλο. Πήρε στα χέρια της το κόκκινο καράβι κι είδε πως ο καιρός είχε σβήσει το πρώτο και το τελευταίο γράμμα του ονόματός του. Ένα περήφανο «ρωτα» φαινόταν να της χαμογελά. Κι ας ήταν αργά για ερωτήσεις.
Πήρε την τσάντα της και την γέμισε με τα μικρά καράβια. Και κίνησε για τον βράχο. Είδε το καράβι που έφευγε και το παρακολούθησε μέχρι που έγινε μια μικρή κουκίδα στον ορίζοντα. Τράβηξε με μια αποφασιστική κίνηση το ματωμένο χαρτομάντιλο, που είχε κολλήσει στα χείλη της.
Χωρίς να σκουπίσει τα δάκρυα που της αυλάκωναν το πρόσωπο, έβγαλε το πρώτο καραβάκι από την τσάντα. Το κοίταξε για μια στιγμή και πηγαίνοντας στην άκρη του βράχου, το πέταξε στην φουρτουνιασμένη θάλασσα . Το επανέλαβε μέχρι που η τσάντα άδειασε.
Τα ανεκπλήρωτα όνειρα θα μάθαιναν να επιπλέουν ή θα βούλιαζαν οριστικά. Δεν θα τα ντάντευε χαϊδεύοντας τα άλλο πια. Είχε ήδη αργήσει, αλλά δεν σκόπευε να χάσει το υπόλοιπο ταξίδι. Στο επόμενο καράβι , θα ήταν μέσα.
https://Kinimatografosteatro.blogspot.com/ -  Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
 ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σ - Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) / Nibbly-Quibbly la capra, Ucraina (fiaba) / Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (Λαϊκό παραμύθι)

  Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) - Nibbly-Quibbly The Goat, Ucraina (fiaba) - Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (παραμύθ...