Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Το τελευταίο όνειρο της γριάς Βελανιδιάς, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν – L'ultimo sogno della vecchia quercia, di Hans Christian Andersen



Το τελευταίο όνειρο της γριάς Βελανιδιάς, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

 
Στο δάσος, ψηλά στην απότομη ακτή, αντίκρυ στο ανοιχτό πέλαγος, έστεκε μια πολύ γριά βελανιδιά.

Ήταν ακριβώς τριακοσίων εξήντα πέντε ετών, μα για το δένδρο, όλος αυτός ο καιρός δεν ήταν παρά μόνο μερικές δικές μας μέρες.
Εμείς είμαστε ξύπνιοι τη μέρα και κοιμόμαστε τη νύχτα και τότε βλέπουμε τα όνειρά μας.
Το δένδρο είναι ξύπνιο τρεις ολόκληρες εποχές και κοιμάται μόνο σαν έρχεται o χειμώνας.
Ο χειμώνας είναι η νύχτα της - ύστερα από μια ατέλειωτη μέρα που τη λένε άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο.
Πολλά ζεστά καλοκαιρινά πρωινά, τα Εφήμερα, αυτές οι μυγούλες που ζουν μονάχα μια μέρα, χόρευαν ολόγυρα στην κορφή της, χαρούμενα κι ευτυχισμένα, και ύστερα ακουμπούσαν για μια στιγμή σε κάποιο δροσερό, πράσινο φύλλο της Βελανιδιάς. Και τότε η Βελανιδιά έλεγε:
«Καημένη μυγούλα! Ολόκληρη η ζωή σου είναι μια μέρα! Πόσο σύντομη είναι και πόσο θλιβερή!»
«Θλιβερή! Γιατί το λες αυτό;» απαντούσε τότε το Εφήμερο. «'Όλα γύρω μου είναι πλημμυρισμένα από φως, ζεστασιά και ομορφιά, κι εγώ είμαι πολύ ευτυχισμένο!»
«'Όμως κρατούν μια μονάχα μέρα, κι ύστερα χάνονται!»
«Χάνονται!» είπε το Εφήμερο. «Τι θα πει χάνονται; Χάνεσαι κι εσύ;»
«'Όχι. Εγώ θα ζήσω ίσως χιλιάδες δικές σου μέ­ρες, και η δική μου η μέρα κρατάει ολόκληρες εποχές.
Είναι τόσο μεγάλη, που είναι αδύνατο να το καταλάβεις» .
«'Όχι; Τότε δεν σε καταλαβαίνω κι εσένα. Λες πως έχεις χιλιάδες δικές μου μέρες μα έχω κι εγώ χιλιάδες στιγμές για να’ μαι χαρούμενο κι ευτυχισμένο. Θα σβήσει όλη η ομορφιά αυτού του κόσμου όταν πεθάνεις;»
«'Όχι», αποκρίθηκε το δένδρο. «Θα κρατήσει πολύ ακόμα, πολύ περισσότερο ίσως απ’ όσο μπορώ να λογαριάσω.
«Τότε λοιπόν η ζωή μας κρατάει το ίδιο, μόνο που εμείς τη μετράμε διαφορετικά».
Και το Εφήμερο χόρευε και πετούσε στον αέρα, με τα ντελικάτα φτεράκια του -όλο τούλι και βελούδο- και χαιρόταν τον ήλιο, και χαιρόταν τη μυρωμένη αύρα, φορτωμένη από τις μοσχοβολιές των λιβαδιών, της αγριοτριανταφυλλιάς, των λουλουδιών του κήπου, του θυμαριού, του δυόσμου και της μαργαρίτας.
Και όλες αυτές οι ευωδιές ήταν τόσο δυνατές, που το μικρό Εφήμερο ήταν σχεδόν μεθυσμένο. Η μέρα ήταν ατέλειωτη και πανέμορφη, γεμάτη χαρά και Γλυκύτητα, και όταν ο ήλιος βασίλευε, η μυγούλα ένιωθε μια μακάρια κούραση από όλη αυτή τη χαρά και την ευτυχία.
Τα ντελικάτα φτερά δεν άντεχαν πια να την κρατούν, και ήρεμα και μαλακά κατέβαινε στο απαλό χορταράκι, κουνούσε το κεφαλάκι της σαν ν  αποχαιρετούσε, αποκοιμιόταν και πέθαινε.
«Καημένο μικρό Εφήμερο!» έλεγε η Βελανιδιά.
«Τι σύντομη που ήταν η ζωή του!»
Και κάθε καλοκαίρι ξαναρχίζει ο ίδιος χορός, οι ίδιες ερωτήσεις και απαντήσεις, και ο ίδιος ύπνος.
Γενιές ολόκληρες Εφήμερα περνούσαν και όλα ένιωθαν την ίδια ευτυχία και την ίδια χαρά.
Η Βελανιδιά είχε περάσει ξύπνια το πρωινό της άνοιξης, το μεσημέρι του καλοκαιριού, και το δειλινό του φθινoπώρoυ, και να τώρα που η νύχτα της σίμωνε γοργά.
Ο χειμώνας έφτανε. Οι καταιγίδες είχαν κιόλας αρχίσει να της τραγουδούν την καληνύχτα τους. Τα φύλλα της έπεφταν ένα - ένα.
«Θα σε κουνήσουνε και θα σε νανουρίσουνε!
Κοιμήσου, κοιμήσου! Σου τραγουδάνε για να κοιμηθείς, σε κουνάνε για να κοιμηθείς, τα γέρικα κλαδιά σου χαίρονται, στ αλήθεια, λες και τρίζουν από την αγαλλίαση! Κοιμήσου γλυκά, κοιμήσου ήσυχα!
Είναι η τριακοστή εξηκοστή πέμπτη νύχτα σου. Είσαι ακόμα πολύ νέα! Κοιμήσου γλυκά, κοιμήσου ευτυχισμένα! Τα σύννεφα σκόρπισαν στο χώμα το χιόνι τους, που θα σκεπάσει, σαν ζεστή πουπουλένια κουβέρτα, τα πόδια σου. Καλόν ύπνο και όνειρα γλυκά!»
Και η Βελανιδιά, γυμνή τώρα από φύλλα, ήταν έτοιμη ν αποκοιμηθεί για τη χειμωνιάτικη νύχτα της, και να ονειρευτεί ένα σωρό όνειρα, όλα σχετικά με κάτι που της είχε συμβεί, όπως ακριβώς κι εμείς οι άνθρωποι.
Η ψηλή Βελανιδιά ήταν κάποτε κι αυτή μικρούλα - η πρώτη της κούνια ήταν ένα βελανίδι.
Τώρα -όπως λέμε εμείς οι άνθρωποι- ζούσε τον τέταρτο αιώνα της.
Ήταν το πιο ψηλό και το πιο όμορφο δένδρο μέσα στο δάσος. Η κορφή της πύργωνε πολύ ψηλότερα απ’ όλα τα άλλα δένδρα και φαινόταν μακριά από το πέλαγος, έτσι που οι ναυτικοί την είχαν για σημάδι. Το δένδρο φυσικά δεν είχε ιδέα πόσα μάτια έψαχναν με λαχτάρα να το ξεχωρίσουν. Ψηλά - ψηλά στα κλαδιά της έπλεκε τη φωλιά του το αγριοπερίστερο, και ο κούκος κοντοστεκό­ταν εκεί για να πει το τραγούδι του.
Το φθινόπωρο, τότε που τα φύλλα της έμοιαζαν σαν λεπτές φλούδες από χαλκό, τα περαστικά πουλιά έστεκαν λίγο να ξεκουραστούν, πριν πετάξουν για το μακρινό τους ταξίδι πάνω από τη θάλασσα.
Μα τώρα ήταν χειμώνας; και το δένδρο απόμενε γυμνό από φύλλα, κι όλοι μπορούσαν πια να δουν πόσο ξερά και σκεβρωμένα ήταν τα κλαδιά του καθώς υψώνονταν στον ουρανό.
Κουρούνες και κοράκια κούρνιαζαν τώρα εκεί και κουβέντιαζαν για την άσχημη εποχή που άρχιζε και πόσο δύσκολο θα τους ήταν να βρίσκουν τροφή το χειμώνα.
Και ακριβώς την άγια νύχτα των Χριστουγέννων ονειρεύτηκε η Βελανιδιά το πιο θαυμαστό της όνειρο.
Το δένδρο ένιωθε κάπως αόριστα τη γιορτάσιμη νύχτα· θαρρούσε κιόλας πως άκουγε τις καμπάνες να σημαίνουν στις γύρω εκκλησιές.
Κι όμως, του φαινόταν πως ήταν μια όμορφη, χλιαρή, καλοκαιριάτικη μέρα. Τα δυνατά κλωνάρια του καμάρωναν με τη φουντωτή, καταπράσινη φορεσιά τους, ο . αέρας μοσχοβολούσε από τις ευωδιές των λουλουδιών και του νιόβλαστου χορταριού και χαρούμενες πεταλούδες κυνηγιόνταν γύρω του.
Τα Εφήμερα χόρευαν, λες κι ο κόσμος όλος είχε πλαστεί μόνο και μόνο για να χορεύουν και να χαίρονται εκείνα. Όλα όσα είχε δει κι ακούσει χρόνια και χρόνια το δένδρο, όλα όσα είχαν συμβεί κοντά του, άρχισαν να περνούν μπροστά του σε μια γιορταστική παρέλαση.
Είδε τους ιππότες του παλιού καιρού, καβάλα στα ευγενικά άλογά τους, με τα φτερά στα καπέλα και τα γεράκια στους ώμους, να συντροφεύουν όμορφες αρχόντισσες. Άκουσε πάλι το κυνηγετικό βούκινο και τα λαγωνικά που αλυχτούσαν.
Είδε πολεμιστές του εχθρού, με χρωματιστούς θώρακες και αστραφτερά όπλα, κοντάρια μυτερά και βαριά σπαθιά, να στήνουν τις σκηνές τους και να τις ξανασηκώνουν.
Οι φωτιές των φρουρών άναψαν πάλι, και άνθρωποι τραγούδησαν και κοιμήθηκαν στη σκιά του δένδρου. Είδε αγαπημένους να έρχονται, ευτυχισμένοι, με το φεγγαρόφωτο, και να σκαλίζουν τα ονόματά τους στη σταχτοπράσινη φλούδα του κορμού του.
Κάποτε -ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε- χαρούμενοι τσιγγάνοι είχαν κρεμάσει στα χαμηλότερα κλαδιά του φλο­γέρες και λαούτα. Να που και τώρα τα έβλεπε πάλι στην ίδια θέση, και ξανάκουγε τη γλυκιά, απαλή μουσική τους.
Τα αγριοπερίστερα έκραζαν τα ταίρια τους, σαν να ξεχείλιζαν από ευτυχία, και ο κούκος μετρούσε, με το μονότονο λάλημά του, πόσα όμορφα καλοκαίρια είχε να ζήσει ακόμα το δένδρο.
Ύστερα του φάνηκε πως μια καινούργια ζωή κυλούσε ως τις πιο βαθιές του ρίζες, και ξανανέβαινε γοργά ως τα ψηλότερα κλαδιά του, ως την άκρη του κάθε του φύλλου.
Το δένδρο ένιωσε σαν να ψήλωνε και να φούντωνε και οι ρίζες του πίστεψαν πως ακόμα και το χώμα γύρω τους είχε πάρει ζωή.
Πλημύρισε καινούργια δύναμη, η φυλλωσιά του πρασίνισε ακόμα περισσότερο και ο χυμός του κυκλοφορούσε ακόμα πιο γοργός και πιο πλούσιος στις δένδρινες φλέβες του. Και όσο τα κλωνάρια του απλώνονταν και ψήλωναν, τόσο η ευτυχία Του ξεχείλιζε και άρχισε να ελπίζει πως κάποια μέρα θα έφτανε ως Τον ζεστό, λαμπρό ήλιο.
Είχε κιόλας ανέβει πάνω από τα σύννεφα, Που τώρα περνούσαν κάτω από την κορυφή του, σαν σκοτεινά κοπάδια διαβατάρικα πουλιά, ή σαν μεγάλοι κάτασπροι κύκνοι.
Και κάθε φύλλο του δένδρου έβλεπε τώρα, σαν να’ χε δικά του μάτια. Τ’ αστέρια φαίνονταν πιο φωτεινά και πιο μεγάλα.
Σπίθιζαν σαν ξάστερα, καλοσυνάτα μάτια και θύ­μισαν στη Βελανιδιά γνώριμα μάτια παιδιάστικα, Που είχε δει τόσες φορές να παίζουν στον ίσκιο της.
Ήταν ένα θέαμα εξαίσιο, πλημυρισμένο από χαρά και ευτυχία. Κι όμως, μέσα σ’ όλη αυτή τη χαρά, το δένδρο ένιωθε μια θλίψη, ένα θερμό πόθο να έβλεπε και όλα τα άλλα δένδρα Του δάσους -μικρά και μεγάλα- όλους Τους θάμνους, ακόμα και τα χορταράκια, να ψηλώνουν κι εκείνα για να μπορέσουν να δουν αυτό το μεγαλείο και την ομορφιά.
Πώς να είναι ευτυχισμένη η περήφανη Βελανιδιά, χωρίς να έχει κοντά της όλους της τους φίλους μικρούς και μεγάλους;
Κι αυτός ο Πόθος, αυτή η λαχτάρα, έκανε την  ευαίσθητη καρδιά του δένδρου να τρέμει και να χτυπάει γοργά.
Η φουντωτή φυλλωσιά του ανέμιζε και ταραζόταν, σαν να έψαχνε κάτι να βρει κι ύστερα χαμήλωνε.
Τότε ένιωθε τη μοσχοβολιά από το θυμάρι και τη μεθυστική ευωδιά των κρίνων και των μενεξέδων, και νόμιζε πως άκουγε τη φωνή του κούκου που το χαιρετούσε.
Ναι, οι πράσινες κορφές του δάσους άρχισαν να τρυπούν τα σύννεφα και η Βελανιδιά έβλεπε και τα άλλα δένδρα να ψηλώνουν και ν ανεβαίνουν κοντά της.
Οι θάμνοι και τα χορταράκια ψήλωναν κι εκείνα και μάλιστα μερικά, από την ανυπομονησία τους, ξεκολλούσαν από τις ρίζες τους για να φτάσουν πιο σύντομα. Πιο γρήγορη απ’ όλα ήταν η σημίδα.
Ο λεπτός κορμός της ανέβαινε σαν άσπρη αστραπή και τα κλαδιά της ανέμιζαν ολόγυρα σαν πράσινες σημαίες. Όλα τα δένδρα και τα φυτά του δάσους υψώνονταν σαν μέσα σ’ έκσταση, ο αέρας αντηχούσε απ’ το κελάδημα των πουλιών.
Πάνω στο τρυφερό γρασίδι, που είχε ακαριαία απλωθεί σαν μεταξωτό χαλί, οι ακρίδες καθάριζαν τις φτερούγες τους με τα μακριά τους πόδια. Οι μαγιάτικες μέλισσες βούιζαν, οι χρυσόμυγες ζουζούνιζαν και κάθε πουλί κελαηδούσε με τη δική του, ξεχωριστή φωνή.
Όλα ήταν τραγούδι και χαρούμενος αχός στον τετράψηλο ουρανό.
 «Μα πού είναι το γαλάζιο λουλουδάκι της ακροποταμιάς;» αναρωτήθηκε η Βελανιδιά. «Πού είναι η κόκκινη παπαρούνα, πού είναι η μαργαρίτα;»
Η καημένη η Βελανιδιά δεν ξεχνούσε κανένα, όλα τα ήθελε κοντά της.
«Εδώ είμαστε, εδώ είμαστε!»» άκουσε χαρούμενες φωνούλες.
«Και το όμορφο θυμάρι του περασμένου καλοκαιριού; Και τα κρινάκια που ήταν πέρσι εδώ; Και η άγρια αχλαδιά με τα όμορφα λουλούδια της; Και όλη η ομορφιά του δάσους που ξαναγεννιέται κάθε χρόνο - δεν θα έπρεπε να είναι κι εκείνη εδώ;»»
«Εδώ είμαστε, εδώ είμαστε!» αποκρίθηκαν φωνές όλο και πιο κοντά, όλο και πιο ψηλά στον αέρα.
«Μα είναι θαυμάσια!» φώναξε χαρούμενη η γριά Βελανιδιά. «Τους έχω όλους γύρω μου, μικρούς και μεγάλους. Κανένας δεν λείπει! Τι αφάνταστη ευτυχία! Είναι δυνατόν;»»
«Στον ουρανό, στη χώρα του καλού Θεού, όλα είναι δυνατά!»» άκουσε την απόκριση στον αέρα.
Και η γριά Βελανιδιά, καθώς ψήλωνε ολοένα, ένιωσε τις ρίζες της να ξεκολλούν από τη γη.
«Σωστά!»» είπε. «Αυτό είναι το καλύτερο απ όλα.
Τώρα πια τίποτα δεν με κρατάει! Τώρα μπορώ να πετάξω ακόμα πιο ψηλά στη δόξα και στο φως!
Και όλοι μου οι αγαπημένοι -μικροί και μεγάλοι- είναι μαζί μου, όλοι, όλοι!»»
Αυτό ήταν το όνειρο της γριάς Βελανιδιάς και, καθώς ονειρευόταν, μια δυνατή καταιγίδα σάρωσε θάλασσα και στεριά, εκείνη τη νύχτα της παραμονής.
Η θάλασσα σήκωσε θεόρατα κύματα και χτύπησε την ακρογιαλιά, κάτι έτριξε κι έσπασε μέσα στο δένδρο, οι ρίζες του ξέφυγαν από τη γη, την ίδια στιγμή που ένιωθε και στ’ όνειρό της να φεύγει ελεύθερη από το χώρα. Έπεσε.
Τα τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια της ήταν τώρα σαν την ημέρα του μικρού Εφήμερου.
Το πρωί των Χριστουγέννων, όταν ο ήλιος ψήλωσε, η καταιγίδα κόπασε.
Απ’  όλες τις εκκλησιές αντηχούσαν οι γιορτινές καμπάνες και απ" όλη τη γη, ακόμα κι από την πιο φτωχική καλύβα, ανέβαιναν γαλάζια σύννεφα καπνού, σαν τον καπνό που ανέβαινε τα πολύ παλιά χρόνια από τους βωμούς των Δρυίδων, τις μέρες της ευχαριστίας.
Η θάλασσα γαλήνεψε σιγά - σιγά, κι ένα μεγάλο καράβι που είχε παλέψει όλη τη νύχτα, απελπισμένα, με τη φουρτούνα, μπήκε στο γειτονικό λιμάνι.
«Το δένδρο έπεσε, η γριά Βελανιδιά, το σημάδι μας!» είπαν οι ναυτικοί.
«Έπεσε τη νύχτα, με την καταιγίδα. Ποιο άλλο δένδρο θα μπορέσει να γίνει σαν κι αυτό; Κανένα»».
Αυτός ήταν ο σύντομος μα συμπονετικός επικήδειος του δένδρου που ήταν ξαπλωμένο χωρίς ζωή στο χιονισμένο χαλί της δασωμένης ακτής.
Και πάνω απ’ τη νεκρή γριά Βελανιδιά, ακούστηκαν οι νότες του χριστουγεννιάτικου ύμνου που έψαλλαν, Γεμάτοι ευγνωμοσύνη, οι ναυτικοί.
Μ  αυτόν τον ψαλμό, όλοι μέσα στο θαλασσοδαρμένο καράβι, ένιωσαν την ψυχή τους ν  ανεβαίνει στον ουρανό, όπως ακριβώς είχε νιώσει και η γριά Βελανιδιά, στο όμορφο όνειρό της,
εκείνη τη χριστουγεννιάτικη νύχτα.
 Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Πηγή : http://illusions1.pblogs.gr/2013/04/to-teleftaio-oneiro-ths-grias-belanidias.html  https://Kinimatografosteatro.blogspot.com/ -  Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σ - Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) / Nibbly-Quibbly la capra, Ucraina (fiaba) / Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (Λαϊκό παραμύθι)

  Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) - Nibbly-Quibbly The Goat, Ucraina (fiaba) - Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (παραμύθ...