Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Το κοχύλι/ La conchiglia



Το κοχύλι/ La conchiglia

Ο ήλιος είχε μόλις δύσει. Η θάλασσα ήταν τόσο ήρεμη , που η Ελένη πίστεψε πως θα μπορούσε να καθρεφτιστεί μέσα της αν είχε λίγο περισσότερο φως. Καθόταν στην ακροθαλασσιά, με το μισό της κορμί μέσα στην θάλασσα και τα χέρια της αεικίνητα να σκαλίζουν στην άμμο. Δίπλα της , ο Μάριος, έψαχνε χαλαρά χωρίς να κοιτάζει τα ευρήματά του. Άφηνε την αφή να τον καθοδηγεί.
Μάζευαν κοχύλια από νωρίς το απόγευμα για κάποια κατασκευή , που ήθελε να κάνει η Ελένη. Έχοντας μαζέψει αρκετά , έψαχναν τώρα νωχελικά , ενώ συζητούσαν. Κοιτούσαν με καμάρι το ξέχειλο κουβαδάκι, που το στήριζαν οι πέτρες στον πάτο του. Είχε μέσα κοχύλια σε διάφορα σχήματα, χρώματα και μεγέθη, σπασμένα και ολόκληρα, συχνά με κολλημένα φύκια και άμμο επάνω τους. Η διαλογή θα γινόταν στο τέλος.
Γνωριζόταν από παιδιά και συνήθιζαν να μοιράζονται τα πάντα. Τον τελευταίο καιρό όμως, κάτι τους κρατούσε σε απόσταση, μια ντροπή κι ένας φόβος, καθώς η εφηβεία τους μεταμόρφωνε και ξυπνούσε μέσα τους την ερωτική διάθεση. Φοβούμενοι μην χαλάσουν την ευαίσθητη φιλία τους, ντροπαλοί από την άγνοια και απίστευτα παθιασμένοι, απέφευγαν να το συζητήσουν αν και περνούσαν όλη την μέρα μαζί και οι ματιές τους κυνηγούσαν κάθε κίνηση, κάθε βλέμμα, κάθε υποψία επιβεβαίωσης ή απόρριψης από την άλλη πλευρά.
Ήταν έτοιμοι να φύγουν όταν ο Μάριος κοίταξε με προσοχή κάτι που έπιασε το χέρι του. Ήταν ένα μικρό άσπρο κοχύλι. Το έφερε προσεχτικά στο αυτί του και φώναξε «ακούω θάλασσα». Η Ελένη γέλασε, θεωρώντας πως έκανε πλάκα. Χρειάστηκε πολύ ώρα για να την πείσει ότι έλεγε αλήθεια κι ότι η θάλασσα του κοχυλιού ήταν άλλη από αυτήν που ήταν καθισμένοι.
«Θα το κρατήσω όμηρο» της είπε φεύγοντας κι έδωσαν ραντεβού για το βράδυ στο γνωστό σημείο. Η Ελένη έκανε πολύ ώρα να ετοιμαστεί, πράγμα που δεν συνήθιζε. Άλλαξε αρκετές φορές γνώμη για να καταλήξει στην πρώτη της επιλογή. Φόρεσε ένα άσπρο λινό φόρεμα και με την καρδιά να χτυπάει σαν τρελή ξεκίνησε να τον συναντήσει. Την περίμενε καθισμένος στο παγκάκι στον δρόμο που οδηγούσε για το βουνό.
Ακολούθησαν το γνωστό τους μονοπάτι κι έκατσαν κάτω από τα πεύκα .Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η συζήτηση δεν κυλούσε άνετα. Υπήρχε ένας ηλεκτρισμός, που τον ένιωθαν κι οι δύο, αλλά δεν ήξεραν πώς να τον εκτονώσουν. Τότε ο Μάριος έβγαλε από την τσέπη του το μικρό άσπρο κοχύλι και το έβαλε στο αυτί του. «Αν και τώρα είμαστε μακριά από την θάλασσα, την ακούω λες κι είναι δίπλα μου» της είπε. Κοιτώντας την στα μάτια, της έβαλε το κοχύλι στ’ αυτί. «Άκουσε προσεκτικά, θα ακούσεις τα κύματα, το τραγούδι του δελφινιού, τον αναστεναγμό του βυθού, θα ακούσεις την θάλασσα».
Η Ελένη προσπάθησε να ακούσει . Το μόνο που άκουγε όμως ήταν η καρδιά της, που χτυπούσε δυνατά. «Την ακούς, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Μάριος, ενώ τραβούσε απαλά μια μαύρη τούφα, που έπεφτε καλύπτοντας το πρόσωπό της. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα χείλη της , περιμένοντας την απάντηση. Αν και δεν είχε ακούσει τίποτα, αποφάσισε να του κάνει το χατίρι, μην θέλοντας να χαλάσει την στιγμή. Χαμογέλασε λοιπόν και του είπε «Ναι, την ακούω την θάλασσα. Κι είναι σαν να είμαστε ακόμα εκεί».
Έσκυψε και την φίλησε στα χείλη. Κι αυτό το πρώτο φιλί υπήρξε η αρχή μιας σχέσης , που θα κρατούσε χρόνια. Κι εκείνο το πρώτο ψέμα ήταν η αρχή για άλλα ψέματα, που ειπώθηκαν για να μην τον χάσει. Δέκα χρόνια μετά δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια ήταν η αλήθεια.
Ήταν πάλι καλοκαίρι και καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού, που συγκατοικούσαν. Την επόμενη μέρα θα έφευγαν διακοπές κι είχαν μαζέψει τα πράγματα από νωρίς. Ο Μάριος της έλεγε τα σχέδιά τους για τις μέρες , που θα περνούσαν στο νησί και περίμενε την απάντηση και την ενθάρρυνση της. Η Ελένη ήταν παράξενα σιωπηλή. Ένιωθε πως σ’ αυτά τα δέκα χρόνια, κάθε υποχώρηση που είχε κάνει με στόχο να είναι κοντά στην καρδιά του, την είχε απομακρύνει ανεπιστρεπτί από την δική της.
Εκείνος την πλησίασε μην έχοντας ιδέα για την τρικυμία στο κεφάλι της. Έβγαλε ένα μικρό κουτί και της το έτεινε. Έμεινε με το χέρι απλωμένο. Η Ελένη σήκωσε το κεφάλι της και του είπε «πρέπει να σου πω κάτι. Ποτέ δεν άκουσα την θάλασσα στο κοχύλι μας. Ήταν ψέμα». Ο Μάριος γέλασε και της απάντησε «Μην στεναχωριέσαι αγάπη μου. Ούτε κι εγώ την άκουσα ποτέ. Ήταν απλά ένα κόλπο για να σε πλησιάσω». Κι έβγαλε το δαχτυλίδι από το κουτί.
Η Ελένη ούτε που το κοίταξε. Σηκώθηκε, μπήκε μέσα στο σπίτι και πήγε στην βιτρίνα , που είχε μαζεμένα όλα τα κοχύλια , όσα είχαν μαζέψει μαζί τόσα καλοκαίρια. Χωρίς να πει κουβέντα άρχισε να πετάει κάτω και να τα πατάει σπάζοντάς τα. Συνέχισε μέχρι που στην βιτρίνα έμεινε μόνο το μικρό άσπρο κοχύλι. Το πήρε και το έβαλε στην τσέπη της. «Μην με γυρέψεις. Δεν θέλω να σε ξαναδώ», του είπε πριν κλείσει την πόρτα πίσω της.
Περπατώντας στον δρόμο με τα μάτια της ακόμα στεγνά άκουσε ξαφνικά έναν οικείο θόρυβο. Κοντοστάθηκε, έβαλε το χέρι της στην τσέπη κι έβγαλε με προσοχή το κοχύλι. Το ακούμπησε διστακτικά στο αυτί της κι άκουσε ξεκάθαρα τον ήχο της θάλασσας, τα κύματα, το τραγούδι του δελφινιού, τον αναστεναγμό του βυθού. Και τότε έβαλε τα κλάματα.
https://Kinimatografosteatro.blogspot.com/ -  Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
 ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σ - Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) / Nibbly-Quibbly la capra, Ucraina (fiaba) / Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (Λαϊκό παραμύθι)

  Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) - Nibbly-Quibbly The Goat, Ucraina (fiaba) - Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (παραμύθ...