Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Ο ιστός/ Ragnatela



Ο ιστός/Ragnatela

Η Μαρκέλλα προχωρούσε τραγουδώντας στο μονοπάτι του δάσους. Ήταν χαρούμενη και γεμάτη ενεργητικότητα καθώς η μέρα προμηνυόταν ηλιόλουστη και λαμπερή, μετά από μέρες βροχής, που την είχαν καθηλώσει μέσα.
Είχε φύγει από το σπίτι στα κλεφτά, πατώντας στις άκρες των δαχτύλων της, για να μην ξυπνήσει κανέναν. Δεν ήθελε να ξεκινήσει την μέρα της με την ρουτίνα του πρωινού, δεν ήθελε να την προσγειώσουν πριν ακόμα πετάξει. Η αίσθηση ότι το έσκασε από την καθημερινότητα, την έκανε να τραγουδάει.
Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά και το δάσος στολισμένο με το κόκκινο, το καφέ, το χρυσαφί και το κίτρινο των φύλλων ήταν μαγευτικό. Οι μέρες άρχισαν να μικραίνουν και η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος μεθούσε τις αισθήσεις της.
Το δάσος έσφυζε από ζωή. Έβλεπε γύρω της ζώα κρύβουν αποθέματα τροφής, άλλα να κυνηγούν για να παχύνουν κι άλλα να τακτοποιούν τη φωλιά τους. Όλοι ετοιμάζονταν για τον χειμώνα .Το ίδιο έπρεπε να κάνει κι αυτή. Αλλά πάντα απεχθανόταν τα πρέπει.
Πήγε κάτω από ένα δέντρο και κούνησε απαλά το πρώτο κλαδί που έφτανε το χέρι της. Σήκωσε το πρόσωπό της με προσμονή , έκλεισε τα μάτια κι άφησε τις στάλες τις βροχής, που έπεσαν από τα φύλλα, να της ξεπλύνουν το πρόσωπο. Ένιωσε αμέσως να χαλαρώνει.
Κράτησε το χέρι της ακίνητο για να μην κυλήσει η σταγόνα που τρεμάμενη έκατσε πάνω του. Μια ηλιαχτίδα που τρύπωσε ανάμεσα στα κλαδιά, έδωσε στην σταγόνα χρώματα και ζωή. Η Μαρκέλλα χαμογελώντας έφερε το χέρι της στο ύψος των ματιών για να την θαυμάσει. Την έφερε στα χείλη της και χαμογέλασε.
Άρχισε να χορεύει ακούγοντας την μουσική της καρδιάς της και το κελάηδημα των πουλιών. Τα βήματά της τυφλά την οδηγούσαν σε μέρη απάτητα, στην καρδιά του δάσους μέχρι που ο μόνος ήχος που άκουγε ήταν το τρίξιμο των φύλλων στο ανάλαφρο πάτημά της και οι χτύποι της καρδιάς της. Σταμάτησε λαχανιασμένη κι έκατσε στον κορμό ενός δέντρου.
Εκεί ο ήλιος δεν είχε φτάσει ακόμα. Η πρωινή πάχνη τύλιγε τα πάντα γύρω της και μια χλωμή ομίχλη άφηνε την υποψία πως η μέρα παραμόνευε, αλλά ήταν ακόμα μακριά. Είχε κάτι απόκοσμο και οικείο, σαν όνειρο που δεν θυμάσαι το πρωί , αλλά νιώθεις τον αντίκτυπό του.
Και τότε τον είδε. Ήταν το ομορφότερο πράγμα που είχε δει στην ζωή της. Ανάμεσα σε δύο κοντινά δέντρα ένας ιστός αράχνης, λεπτοδουλεμένος, με τις στάλες τις βροχής να λαμπυρίζουν επάνω του σαν μικρά διαμάντια. Έκλεισε τα μάτια θαμπωμένη για να τα ανοίξει αμέσως μετά, φοβούμενη μην τον χάσει από τα μάτια της. Πλησίασε πιο κοντά , κρατώντας την ανάσα της για να μην τον χαλάσει.
Άκουσε τα βήματα κι είδε το λεπτό νήμα που έπεσε από ψηλά. Η μεγάλη μαύρη αράχνη κατέβαινε να επιθεωρήσει το έργο της. Η Μαρκέλλα ανατρίχιασε αλλά έμεινε ακίνητη. Μαγεμένη την είδε να προσγειώνεται στον ιστό και να περπατάει πάνω του, διορθώνοντας μικρές ατέλειες.
Όταν άκουσε το τραγούδι , γύρισε ξαφνιασμένη ψάχνοντας την πηγή του. Κοίταξε με έκπληξη την αράχνη κι έκανε ένα βήμα μπροστά. Η αράχνη τραγουδούσε. Κάθε μπάλωμα στον ιστό κι ένα τραγούδι αγαπημένο, που μιλούσε μέσα στην καρδιά. Κι αντί αυτό να φαίνεται παράταιρο, έδειχνε απόλυτα ταιριαστό.
Έκανε ένα ακόμα βήμα μπροστά. Ένιωσε τις στάλες της βροχής να μουσκεύουν τα μαζεμένα της φτερά, καθώς ο αραχνοΰφαντος ιστός κόλλησε πάνω της. Προσπάθησε να κάνει πίσω, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να μπλεχτεί ακόμα περισσότερο στο λεπτό νήμα. Άπλωσε τα χέρια να το σκίσει , αλλά ανακάλυψε έντρομη πως αν και λεπτό, το νήμα ήταν πολύ ανθεκτικό.
Η αράχνη δεν γύρισε να την κοιτάξει. Συνέχισε να τραγουδάει και να προχωράει προς την αντίθετη κατεύθυνση μπαλώνοντας τα μικρά κενά και ταχτοποιώντας τις στάλες της βροχής στο διάβα της . Ένιωσε πολύ μικρή και ανίσχυρη, ενώ ο φόβος ότι θα έμενε ξεχασμένη εκεί, παγιδευμένη από την περιέργεια και το θάμπωμά της από την ομορφιά, υπερτερούσε του ένστικτου της επιβίωσης.
Άρχισε να φωνάζει δυνατά καλώντας την αράχνη να γυρίσει πίσω. Όταν εκείνη εξακολούθησε να την αγνοεί , άρχισε να βρίζει και καταριέται. Κι όταν την έχασε τελικά από τα μάτια της, άρχισε να κλαίει. Κι ενώ τα δάκρυά της κυλούσαν ασταμάτητα , είδε πως μεταμορφώνονταν σε μικρά διαμαντάκια που την στόλιζαν. Σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της και μάζεψε μια χούφτα λαμπερά διαμαντάκια.
Ήξερε από μαγεία και σπάνια την ξάφνιαζε το παράδοξο. Αλλά αυτό δεν το είχε συναντήσει μέχρι σήμερα. Κοίταξε πιο προσεχτικά τον ιστό, που την μάγεψε και παγίδεψε με την ομορφιά του. Τότε κατάλαβε πως αυτά που είχε θεωρήσει στην αρχή σταγόνες της βροχής, ήταν τα δάκρυα της αράχνης.
Χάιδεψε τον ιστό που την τύλιγε κι ένιωσε πως κάτω από το ανθεκτικό μεταξένιο νήμα και τα πολύπλοκα σχέδια ήταν κρυμμένα όλα τα τραγούδια, τα όνειρα, η απογοήτευση, η περηφάνια και η σκληρότητα της αράχνης. Ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά της , που η αδρεναλίνη την έκανε να χτυπάει σαν τρελή. Είχε ακούσει γι’ αυτό, αλλά δεν το είχε νιώσει ποτέ μέχρι σήμερα. Δεν θα προσπαθούσε να ξεφύγει.
Περίμενε ώρες. Ξαπλωμένη πάνω στον ιστό, χαλαρή και ακίνητη, παρακολουθούσε τα έντομα, που ξεγελασμένα μπλεκόταν στον ιστό κι έμεναν παγιδευμένα χάρη στην κόλλα, που υπήρχε κρυμμένη στην έλικα που διέσχιζε κυκλικά τον ιστό, από το κέντρο ως την άκρη του. Ένιωθε τον φόβο τους και τα λυπόταν ξέροντας πως θα άφηναν εκεί την τελευταία τους πνοή χωρίς να έχουν καταλάβει την ομορφιά του.
Είχε αρχίσει να λαγοκοιμάται, όταν άκουσε το τραγούδι. Γύρισε γεμάτη προσμονή κι είδε την αράχνη να έρχεται προς το μέρος της. Το πρόσωπό της ήταν στην σκιά και δεν μπορούσε να μαντέψει τα συναισθήματά της, αλλά δεν ένιωθε καθόλου φόβο, μόνο προσμονή. Το τραγούδι σταμάτησε και το μόνο που ακουγόταν ήταν τα βήματα της αράχνης καθώς πλησίαζε και ο αναστεναγμός των εντόμων.
Έφτασε κοντά της και την κοίταξε στα μάτια. «Γιατί δεν έφυγες» την ρώτησε. «Ξέρω πως το μπορούσες». Η Μαρκέλλα χαμογέλασε και είπε «διάβασα τον ιστό σου. Είδα τα διαμάντια και κατάλαβα την σημασία τους. Θέλω να μείνω μαζί σου». Η αράχνη πλησίασε ώσπου το πρόσωπό της κόλλησε στο δικό της.
«Είμαι το πιο ακατάλληλο άτομο για εσένα. Δεν θέλω για να σε αφήσω να ελπίζεις σε ένα όνειρο που δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί. Έχεις όμορφη ψυχή και είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι μαζί μου η ζωή σου θα είναι κόλαση. Δεν θα μπορέσεις να βαδίσεις μαζί μου στον ιστό, ούτε να κυνηγάς έντομα για να ζήσεις. Κι αυτός ο ιστός δεν φτιάχτηκε για σένα».
Η Μαρκέλλα δεν απάντησε. Άπλωσε μόνο τα χέρια της και αγκάλιασε σφιχτά την αράχνη. Δεν χαλάρωσε το αγκάλιασμά της ούτε όταν προσπάθησε βίαια να της ξεφύγει. Η αράχνη την ελευθέρωσε από τα δεσμά της και την καθάρισε από την κόλλα. Ώρες μετά την αγκάλιασε με την σειρά της. Κι έτσι αγκαλιασμένους τους βρήκε το πρωί.
Με την πρώτη ηλιαχτίδα η αράχνη έφυγε. Η νεράιδα σηκώθηκε χαμογελώντας. Πήρε ένα διαμάντι από τον ιστό και στόλισε τα μαλλιά της.
https://Kinimatografosteatro.blogspot.com/ -  Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
 ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σ - Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) / Nibbly-Quibbly la capra, Ucraina (fiaba) / Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (Λαϊκό παραμύθι)

  Nibbly-Quibbly The Goat, Ukraine (fairy tale) - Nibbly-Quibbly The Goat, Ucraina (fiaba) - Nibbly-Quibbly Η κατσίκα, Ουκρανία (παραμύθ...